Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Ο Φωτογράφος (3)

Ο Δημήτρης σήκωσε την μπύρα και κατέβασε ακόμα μια γουλιά καθώς το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι για εκείνη την εποχή.

Φίλους δεν είχε πάρα πολλούς και από τότε που άρχισε να ασχολείται φανατικά με την φωτογραφία είχε ξεκόψει από τους περισσότερους. Που και πού πήγαινε καμιά βόλτα αλλά πάντα του έλειπε η φωτογραφική του μηχανή. Αυτό τον έκανε πολλές φορές λίγο νευρικό γιατί ένιωθε ότι έχανε κάτι πολύτιμό και αυτή του η συμπεριφορά ίσως να τρόμαζες του φίλους τους. Αυτός ήταν κι ένας και από τους λόγους για τον οποίο απομακρύνθηκε κι αυτός.

Άλλη μια γουλιά μπύρα και ο σταθμός έκοψε την ροή του προγράμματος για την ανάγνωση των ειδήσεων. Ο Δημήτρης σπάνια ενδιαφερόταν για το τι γινόταν στον έξω κόσμο όμως αυτή τη φορά η ένταση και χροιά της φωνής του εκφωνητή του τράβηξε την προσοχή.

Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά καθώς άκουσε τον εκφωνητή να λέει πως ακόμα μια εικοστετράχρονη κοπέλα είχε πέσει θύμα του αδίστακτου δολοφόνου που είχε σκοτώσει πέντε από τις αρχές του χρόνου. Το πρόσωπο του Δημήτρη σκοτείνιασε στο άκουσμα αυτής της είδησης και τα φρύδια του έσμιξαν χαρίζοντας μια έκφραση έντονου εκνευρισμού. Ένιωθε σαν κάποιος να του έκλεβε το υλικό, σαν να βρισκόταν σε μια κόντρα με κάποιον ο οποίος προσπαθούσε να τον προλάβει για το πόσες κοπέλες θα αποθανατίσει με τον φακό του.

Υπερβολικά αγανακτισμένος με την είδηση ήπιε την υπόλοιπη μπύρα που βρισκόταν μέσα στο μπουκάλι με μια γουλιά. Έκλεισε το άλμπουμ που βρισκόταν στα πόδια του και το τοποθέτησε βιαστικά στην θέση του στην βιβλιοθήκη.

Σηκώθηκε γρήγορα, έκανε δύο βήματα μπροστά, έπιασε τα γυαλιά ηλίου του και κρέμασε από τον ώμο του την τσάντα με την φωτογραφική του μηχανή και βγήκε με γρήγορες κινήσεις από το διαμέρισμα.

Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν κάτω στον δρόμο και άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί και να νιώθει την ανάσα του να επανέρχεται στο φυσιολογικό. Ένιωθε ακόμα έναν έντονο εκνευρισμό για τον άγνωστο εχθρό του που του «έκλεβε» τις «εικόνες» και κινήθηκε εντελώς αμήχανα ευθεία μπροστά μέχρι που βρέθηκε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Τα αυτοκίνητα δεν ήταν πάρα πολλά λες και προσπαθούσαν να αποφύγουν την αφόρητη ζέστη του Ιουνίου. Ο Δημήτρης είχε δύο σημεία όπου πήγαινε και καθόταν με την φωτογραφική του μηχανή και αποθανάτιζε τις εικόνες που έβλεπε μέσα από τον φακό του. Το ένα σημείο ήταν η πλατεία στο Κολωνάκι μεταξύ Κανάρη και Πατριάρχου Ιωακείμ και η άλλη ήταν η πλατεία Ομονοίας.

Χωρίς καν να σκεφτεί την διαδρομή του, σε λίγα λεπτά βρισκόταν στην πλατεία Κολωνακίου. Έβγαλε την φωτογραφική του μηχανή και περίμενε. Ένιωθε σαν επιστήμονας στο βάθος της ζούγκλας που με τον φακό του προσπαθεί να αποθανατίσει τα εναπομείναντα μέλη μιας υπό εξαφάνισης ράτσας ζώων. Αυτό του δημιουργούσε έναν έντονο εκνευρισμό ο οποίος δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί στην φωτογράφηση.

Συνήθως ο Δημήτρης τραβούσε 10 με 15 φίλμ, αυτή την φορά όμως το μυαλό του ήταν στην τρομερή είδηση της ημέρας και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έβγαλε με τη βία 7 φίλμ, μάζεψε τα σύνεργά του και ξεκίνησε πίσω για το σπίτι.

Έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να βρεί οπωσδήποτε έναν τρόπο να σταματήσει αυτόν τον τρελό που σκότωνε χωρίς ενδοιασμό όλα του τα μοντέλα. Σε ολη την διαδρομή μέχρι το διαμέρισμά του ο Δημητρής σκεφτόταν και προσπαθούσε να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα έβρισκε τον στυγερό αυτόν δολοφόνο και θα τον παρέδιδε στην αστυνομία.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Ο Φωτογράφος (2)

Ο Δημήτρης με εντελώς μηχανικές κινήσεις άνοιξε το συρτάρι και χωρίς να κοιτάει έπιασε το ανοιχτήρι και άνοιξε την μπύρα. Το μεταλλικό καπάκι έπεσε μέσα στον ανοξείδωτο νεροχύτη κάνοντας έναν ψεύτικο μεταλλικό θόρυβο.

Ο Δημήτρης περνώντας μπροστά από το στερεοφωνικό, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πάτησε τον διακόπτη για να ανοίξει και ξαφνικά μουσική από τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό γέμισε το φωτεινότατο καθιστικό.

Προχώρησε σαν υπνωτισμένος μέχρι την πολυθρόνα και κάθισε σε αυτήν αφήνοντας τον εαυτό του εντελώς ελεύθερο. Έφερε την δροσερή μπύρα στα χείλη του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά καθώς τα γαλάζια του μάτια είχαν μείνει καρφωμένα έξω, πέρα από την γυάλινη τζαμαρία.

Σαν να τον ξύπνησε η δροσιά της παγωμένης μπύρας έστριψε αριστερά του προς την βιβλιοθήκη και έπιασε ένα άλμπουμ. Το ακούμπησε στα πόδια του το άνοιξε στην πρώτη σελίδα και τράβηξε ακόμα μια γουλιά.

Η πρώτη φωτογραφία ήταν το πρόσωπο μια κοπέλας με κοντά μαύρα μαλλιά καρφάκια, πράσινα μάτια, κατάλευκο δέρμα. Στην φωτογραφία δέσποζε το πρόσωπο της κοπέλας ενώ το φόντο ήταν θολό και δεν μπορούσες να διακρίνεις κάτι. Η φωτογραφία ήταν τόσο εκφραστική που κοιτώντας την ήσουν σίγουρος ότι ένιωθες την ηρεμία της ίδιας της κοπέλας.

Άλλη μια γουλιά και γύρισμα της σελίδας. Άλλη μια φωτογραφία κάποιας κοπέλας. Μια ξανθιά κοπέλα σε κίνηση. Η φωτογραφία ήταν ολόσωμη μην αφήνοντας κατά αυτόν τον τρόπο να είναι εμφανή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλά η όλη εμφάνισή της την έκανε να ξεχωρίζει έντονα ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που την περιέβαλαν. Έμοιαζε σαν μια έντονα χρωματιστή πινελιά σε ένα γκρίζο φόντο.

Όλες οι φωτογραφίες στα άλμπουμ ήταν φωτογραφίες γυναικών.

Ο Δημήτρης είχε έρθει πριν τρία χρόνια στην Αθήνα για να σπουδάσει Χημικός. Μέχρι τότε ζούσε σε ένα ορεινό χωριό 500 κατοίκων κάπου στην κεντρική Ελλάδα και η πληθώρα των εικόνων της πρωτεύουσας που τον βομβάρδιζαν καθημερινά τον είχαν συνεπάρει. Μόλις τον τρίτο μήνα στην Αθήνα και βρέθηκε τυχαία σε μια έκθεση φωτογραφίας που γινόταν σε έναν χώρο δίπλα από το πανεπιστήμιο. Οι φωτογραφίες είχαν σαν θέμα την ζωή στην πρωτεύουσα. Η ζωντάνια των φωτογραφιών αιχμαλώτισαν αμέσως το μυαλό του Δημήτρη καθώς αυτό που έβλεπε ταυτιζόταν απόλυτα με τις εικόνες που είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του.

Από εκείνη την ημέρα στο μυαλό του ήταν να μπορέσει κι αυτός να αποτυπώνει σε χαρτί τις εικόνες που έβλεπε. Πολύ σύντομα έπιασε μια δουλειά σε ένα μπαράκι σαν σερβιτόρος για να μαζέψει λεφτά για να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και να αρχίσει κάποια μαθήματα.

Σε λίγο καιρό ο Δημήτρης είχε καταφέρει να αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή με δύο διαφορετικούς φακούς και να παρακολουθήσει έναν ολόκληρο κύκλο μαθημάτων. Στο επόμενο στάδιο άρχισε να γεμίζει φίλμ ασταμάτητα και να τα εμφανίζει στο σπίτι του.

Τον πρώτο και δεύτερο χρόνο της ασχολίας του με την φωτογραφία δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο θέμα ούτε έψαχνε κάποια συγκεκριμένη εικόνα. Φωτογράφιζε γενικά και αχόρταγα σαν να ψάχνει να βρει την έμπνευση, σαν να ψάχνει να βρει την εικόνα που θα τον αιχμαλωτίσει.

Τότε στις αρχές του τρίτου χρόνου είναι που εμφάνισε την φωτογραφία της κοπέλας με τα κοντά μαύρα μαλλιά που είχε πρώτη πρώτη στο άλμπουμ. Μόλις εμφάνισε την φωτογραφία καθόταν σχεδόν πέντε ώρες και την κοιτούσε ασταμάτητα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του. Τότε ανακάλυψε οτι αυτό που τον ενέπνεε ήταν η γυναικεία μορφή. Από τότε όλες του οι φωτογραφίες είχαν σαν θέμα κάποια καθημερινή κοπέλα. Δεν έψαχνε για κάποιο μοντέλο ή για κάποια με τέλειες αναλογίες κοπέλα, έψαχνε με τον φακό του απλά να βρει την ομορφιά που απεικονίζεται σε ένα γυναικείο πρόσωπο.

Μπορούσε να ήταν ομορφιά από χαρά, από λύπη, από στεναχώρια, από μίσος, από κούραση, από ένταση, από σκέψη, από εξυπνάδα, από βλακεία, από τσαχπινιά, από πονηριά, από πνεύμα, από από από... Αυτό έψαχνε. Και κάθε φωτογραφία του του απεδείκνυε οτι η ομορφιά αυτή σε κάθε γυναίκα είχε εντελώς διαφορετική εικόνα.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006

Ο Φωτογράφος (1)

Ένα γυναικείο πρόσωπο άρχισε να εμφανίζεται σιγά σιγά μέσα από το πορταλοκόκκινο υγρό καθώς ο Δημήτρης με τα χέρια χωμένα μέσα στο υγρό κινούσε το φωτογραφικό χαρτί μπρος πίσω.

Συνέχισε την κίνηση αυτή μέχρι που στο πριν λίγο λευκό χαρτί εμφανίστηκε το πρόσωπο μιας κοπέλας. Τράβηξε το χαρτί έξω από το υγρό και το σήκωσε ψηλά πάνω από την σκάφη που βρισκόταν κρατώντας το εκεί για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να στραγγίσει.

Με μια αργή κίνηση γύρισε 180 μοίρες και κρέμασε την φωτογραφία στο σχοινί που βρισκόταν κρεμασμένο ανάμεσα στους δύο τοίχους του δωματίου. Συνέχισε την ίδια διαδικασία για ακόμα δέκα φωτογραφίες της οποίες κρέμασε όλες με τη σειρά στο σχοινί.

Κάθισε μπροστά τους και τις περιεργάστηκε με μια γρήγορη ματιά. Ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης έσκασε στα χείλια του και εν συνεχεία σκύβοντας πέρασε κάτω από το σχοινί με τις κρεμασμένες φωτογραφίες και άνοιξε την πόρτα για να βγει από το δωμάτιο.

Ήταν ακόμα Ιούνιος μήνας αλλά η ζέστη ήταν ήδη ανυπόφορη και ειδικά σε αυτή την μικρή γκαρσονιέρα στο δώμα μιας πολυκατοικίας που βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της Αθήνας.

Με το που βγήκε ο Δημήτρης από το δωμάτιο το φως του ήλιου τον τύφλωσε καθώς ήταν αρκετή ώρα μέσα στον σκοτεινό θάλαμο. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, ίσως και λεπτά μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του.

Με το που άρχισε να βλέπει ξανά κοίταξε το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Ήταν 16:24 12 Ιουνίου.

Προχώρησε προς στην κουζίνα η οποία χωριζόταν από ένα ξύλινο πάσο από το καθιστικό.

Κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και σήκωσε το αριστερό του χέρι να πιάσει μια παγωμένη μπύρα. Στάθηκε για λίγα λεπτά εκεί ακίνητος να απολαμβάνει την δροσιά που τον χάιδευε από το ανοιχτό ψυγείο. Όταν ένιωσε την θερμοκρασία του χώρου να εξισορροπείται έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο καθιστικό.

Το καθιστικό του αποτελείτο από μια παλιά πολυθρόνα, επενδυμένη με μαύρο δέρμα, με ψηλή πλάτη που σπρώχνοντας έπεφτε προς τα πίσω σηκώνοντας ταυτοχρόνως την ποδιά μπροστά για να μπορείς να ακουμπήσεις τα πόδια σου. Δίπλα υπήρχε ένα καναπές με μαύρο βαμβακερό ύφασμα σε λιτή γραμμή και από επάνω κρεμασμένη μια αφίσα-φωτογραφία ενός χειμερινού θαλάσσιου τοπίου. Ανάμεσα στην πολυθρόνα και τον καναπέ υπήρχε ένα επιδαπέδιο φως με ένα καπέλο σε χρώμα ώχρας, ενώ μπροστά ένα παραλληλόγραμμο ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο διάσπαρτες φωτογραφίες, περιοδικά και ένα μισογεμάτο τασάκι.

Η πολυθρόνα ήταν τοποθετημένη σε τέτοιο σημείο που έβλεπε σε μια τζαμαρία περίπου τρία μέτρα μήκος η οποία έπαιζε το ρόλο του ενός τοίχου του σαλονιού καθώς και της κεντρικής εισόδου του διαμερίσματος.

Υπνοδωμάτιο δεν υπήρχε στο διαμέρισμα καθώς το μοναδικό δωμάτιο είχε μετατραπεί σε σκοτεινό θάλαμο από τον Δημήτρη για να εμφανίζει τις φωτογραφίες του, ενώ αυτός συνήθως κοιμόταν στον καναπέ ή στην πολυθρόνα.

Στον πίσω τοίχο από την πολυθρόνα υπήρχε μόνο η πόρτα για το μικροσκοπικό μπάνιο το οποίο ήταν επενδυμένο με ένα φτηνό γαλάζιο πλακάκι, με μια λεκάνη και μια ντουζιέρα ακριβώς δίπλα στον νιπτήρα.
Ακριβώς στον δίπλα τοίχο από την πολυθρόνα υπήρχε μια βιβλιοθήκη. Τα πάνω δύο ράφια ήταν γεμάτα με CD rock συγκροτημάτων ενώ στα κάτω δύο υπήρχαν κάποια φωτογραφικά άλμπουμ και κάποιοι φάκελοι-κουτιά. Ενώ σε ένα δεύτερο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην βιβλιοθήκη βρισκόταν ένα compact ραδιόφωνο και cd-player.