Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

Ανακοίνωση.

Για απροσδιόριστο διάστημα...αναστέλλεται η ενημέρωση του blog.

Δυστυχώς είναι πέραν των δυνατοτήτων μου αυτή την εποχή.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Ο Φωτογράφος (5)

Το πρωί ο Δημήτρης σηκώθηκε γύρω στις 10 με τρομερή διάθεση λες και είχε κοιμηθεί δύο ημέρες. Αφού έκανε ένα πρωινό δροσερό ντους, κατευθύνθηκε στην κουζίνα όπου ετοίμασε έναν υπερδιπλο Ελληνικό καφέ. Άνοιξε τα παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας και βγήκε στην βεράντα μπροστά να απολαύσει τον πρωινό του καφέ κάτω από τον γαλάζιο Αττικό ουρανό.

Μετά τις χθεσινές ανακαλύψεις ένιωθε μια τεράστια αυτοπεποίθηση ότι πολύ σύντομα θα κατάφερνε να φτάσει σε αυτό το τέρας που σκότωνε αυτά τα αθώα κορίτσια. Η ματιά του χάθηκε ψηλά στο απέραντο γαλάζιο. Δεν κοίταζε κάτι συγκεκριμένο, δεν εστίαζε κάπου. Ένιωθε όμως τόσο εθιστηκά χαλαρωτικό να κοιτάζει στο άπειρο του γαλάζιου ουρανού. Ήταν σαν να πετάει. Κάπως έτσι έπρεπε να νιώθουν τα πουλιά όταν πετούν.

Ανοιγόκλεισε απαλά τα μάτια του και επανήλθε στην πραγματικότητα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Έφερε την κούπα με τον καφέ στο στόμα του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. Κοίταξε με μια γρήγορη ματιά εκεί πέρα μακριά βαθιά μέσα στο μπλε του ουρανού και με μια κίνηση γύρισε το σώμα του και κατευθύνθηκε μέσα στο διαμέρισμα.

Προχώρησε, κάθισε στην καρέκλα του και άδειασε μπροστά του στο τραπεζάκι όλες τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στα κορίτσια που είχαν πέσει θύματα αυτού του στυγερού δολοφόνου. Τις κοίταζε με προσοχή, παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια τι είχε αποτυπώσει ο φακός πίσω από την κοπέλα. Περιεργαζόταν τους ανθρώπους, τις βιτρίνες τα πάντα. Κοίταζε μια μια τις φωτογραφίες ξανά και ξανά.

Ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν. Άφησε κάτω τις φωτογραφίες κρατώντας μόνο μία στο χέρι του. Έγειρε την πλάτη του πίσω στην καρέκλα και έφερε τη φωτογραφία πάνω από τα μάτια του. Εστίασε την ματιά του σε ένα πρόσωπο πίσω από την κοπέλα. Αυτός πρέπει να ήταν. Αυτό το πρόσωπο σίγουρα εμφανίζεται και στις άλλες φωτογραφίες. Έσκυψε και άρχισε να ψάχνει με μανία τις υπόλοιπες φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών.

Άπλωσε τις πέντε φωτογραφίες των κοριτσιών μπροστά του και άρχισε να τις συγκρίνει.

ΝΑΙ...ΝΑΙ...αυτό ήταν...ΝΑΤΟΣ...τον ΒΡΗΚΑ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Ο Φωτογράφος (4)

Μόλις έφτασε στο διαμέρισμα ακούμπησε τη τσάντα με τα φωτογραφικά του σύνεργα σε μια καρέκλα και κατευθύνθηκε στο σκοτεινό θάλαμο όπου είχε τον υπολογιστή. Εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να ψάχνει στο internet για δημοσιεύματα σχετικά με τις κοπέλες θύματα. Έπρεπε να βρει φωτογραφίες τους, να μάθει ότι λεπτομέρειες μπορούσε για την ζωή τους, να μάθει πως έγινε το φονικό και γενικά οτι περισσότερο μπορούσε.

Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα κατάφερε να βρει τις φωτογραφίες των πέντε θυμάτων τις οποίες και εκτύπωσε σε φωτογραφικό χαρτί. Στη συνέχεια έμαθε διαβάζοντας τα ρεπορτάζ οτι ο μανιακός δολοφόνος αποκεφάλιζε τις άτυχες κοπέλες και τοποθετούσε το κεφάλι τους σε κάποια λεκάνη με χρωματισμένο υγρό.

Ο Δημήτρης πήρε στα χέρια τους τις φωτογραφίες των πέντε κοριτσιών και άρχισε να τις κοιτάει. Δεν ήταν κάποιες καλλιτεχνικές φωτογραφίες, ήταν κάποιες ιδιωτικές φωτογραφίες πιθανόν κομμένες και μονταρισμένες από κάποιον δημοσιογράφο ώστε να μπορούν να εμφανιστούν στο κοινό. Καθώς τις κοίταζε του μπήκε στο μυαλό οτι είναι πολύ πιθανόν να τις έχει φωτογραφίσει και αυτός.

Είχε πάνω από 3000 φωτογραφίες διαφορετικών κοριτσιών και δεν φάνταζε απίθανη η περίπτωση να τις έχει αποθανατίσει. Άλλωστε το χρωστούσε στον εαυτό του να ψάξει ασχέτως αν τον τρέλαινε στην περίπτωση που ανακάλυπτε οτι δεν είχε προλάβει να αποθανατίσει κάποια από τα θύματα με την φωτογραφική του μηχανή.

Άπλωσε τις εκτυπώσεις στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ και άρχισε να ξεφυλλίζει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες του. Μετά από μισή ώρα βρήκε την πρώτη κοπέλα. Την είχε όντως φωτογραφίσει και αυτός. Ένα μεγάλο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του και μια κραυγή νίκης προς τον αντίπαλό του αντήχησε στο εσωτερικό του μυαλού του. Με μεγαλύτερη αισιοδοξία πλέον άρχισε να ψάχνει ακόμα πιο έντονα και για τις υπόλοιπες.

Είχαν περάσει τέσσερις ώρες ώσπου ανακάλυψε και την τελευταία κοπέλα θύμα να κοσμεί τα άλμπουμ του. Ένιωθε τόσο τυχερός. Ένιωθε οτι είχε καταφέρει μια τεράστια νίκη ενάντια σε αυτό τον στυγερό δολοφόνο που προσπαθούσε να του χαλάσει το έργο του.

Έχοντας πλέον απλωμένες στο τραπέζι μόνο τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο ίδιος των πέντε κοριτσιών θυμάτων, πήγε στην κουζίνα και πήρε μια μπύρα από το ψυγείο. Γύρισε και όρθιος μπροστά στο τραπεζάκι και τις απλωμένες φωτογραφίες ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπύρας καθώς τις κοιτούσε επίμονα.

Άφησε το μπουκάλι κάτω και διάλεξε μια φωτογραφία από κάθε κοπέλα. Προχώρησε και με μια αυτοκόλλητη ταινία κόλλησε τη μια δίπλα στην άλλη στο τοίχο πάνω απο τον καναπέ. Πήρε ξανά το μπουκάλι της μπύρας και κατέβασε μια ακόμη μεγάλη γουλιά καθώς κοίταζε της φωτογραφίες.

Προχώρησε με αργά βήματα και κάθισε στην πολυθρόνα του, ενώ τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν καθόλου πάνω από τις φωτογραφίες των πέντε κοριτσιών, σε μια προσπάθεια να διακρίνει τι είναι αυτό που έκανε τον δολοφόνο τους να τις διαλέξει.

Για δύο μέρες καθόταν στην πολυθρόνα και κοίταζε τις φωτογραφίες στον τοίχο. Τις είχε βάλει στην σειρά από αριστερά προς τα δεξιά με την σειρά που είχαν δολοφονηθεί. Εστίαζε στο βλέμμα τους. Περιεργαζόταν το φόντο. Επεξεργαζόταν το ντύσιμό τους. Τίποτα...

Ξαφνικά το πρόσωπό του έλαμψε σαν το παιδάκι που μπαίνει για πρώτη φορά σε μαγαζί με παιχνίδια. Ένιωσε σαν να βρήκε το κρυμμένο μυστικό που θα τον οδηγούσε στον χαμένο θησαυρό. Κι όμως τώρα του φαινόταν τόσο απλό. Ήταν λογικό να ακολουθεί ο δολοφόνος κάποιο μοτίβο, τουλάχιστον έτσι έκαναν όλοι οι serial killers και γιατί αυτός ο «δικός» του να διαφέρει;

Μα ήταν ολοφάνερο, ο δολοφόνος ακολουθούσε μια σειρά. Βάζοντας τις φωτογραφίες των κοριτσιών στην σειρά με πρώτη την παλιότερα δολοφονημένη το έβλεπες. Η πρώτη ήταν μελαχρινή, η δεύτερη καστανή, η Τρίτη κοκκινομάλλα, η τέταρτη ξανθιά και η Πέμπτη πάλι μελαχρινή!!! Ο Δημήτρης δεν μπορούσε αυτή την στιγμή να καταλάβει ποια διεστραμμένη σκέψη ακριβώς του όριζε να σκοτώνει με αυτή την αλληλουχία, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι ακολουθούσε αυτό το μοτίβο. Σίγουρα το επόμενο θύμα του ήταν μια καστανή κοπέλα.

Αυτή η μικρή ανακάλυψη έκανε τον Δημήτρη σαν να πέτυχε μια ακόμα νίκη απέναντι στον αντίπαλό του αλλά έπρεπε να βρει και άλλα στοιχεία που θα τον έφερναν κοντά σε αυτόν τον στυγερό δολοφόνο. Μόνο με αυτό το στοιχείο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ούτε να προστατέψει το επόμενο θύμα, άλλωστε υπάρχουν χιλιάδες καστανές, αλλά ούτε να βρει τον δολοφόνο για να τον σταματήσει.

Αφού είχε ανακαλύψει ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποιούσε ο δολοφόνος για την επιλογή του θύματός, επικέντρωσε πλέον την προσοχή του στο περιβάλλον των φωτογραφιών που είχε τραβήξει ο ίδιος από τα θύματα. Πολύ γρήγορα ανακάλυψε ότι όλα τα θύματα τα είχε φωτογραφίσει στην περιοχή του Κολωνακίου. Άλλο ένα βήμα πιο κοντά στην αποκάλυψη αυτού του τέρατος.

Ήδη είχε πάει πολύ αργά και ένιωθε εξουθενωμένος. Τα πράγματα είχαν πάει καλύτερα από οτι φανταζόταν. Ένιωθε ότι είχε φτάσει κοντά. Ήπιε μια τελευταία μπύρα και έπεσε να κοιμηθεί με τις εικόνες των πέντε κοριτσιών να αιωρούνται μέσα στο μυαλό του.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Ο Φωτογράφος (3)

Ο Δημήτρης σήκωσε την μπύρα και κατέβασε ακόμα μια γουλιά καθώς το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι για εκείνη την εποχή.

Φίλους δεν είχε πάρα πολλούς και από τότε που άρχισε να ασχολείται φανατικά με την φωτογραφία είχε ξεκόψει από τους περισσότερους. Που και πού πήγαινε καμιά βόλτα αλλά πάντα του έλειπε η φωτογραφική του μηχανή. Αυτό τον έκανε πολλές φορές λίγο νευρικό γιατί ένιωθε ότι έχανε κάτι πολύτιμό και αυτή του η συμπεριφορά ίσως να τρόμαζες του φίλους τους. Αυτός ήταν κι ένας και από τους λόγους για τον οποίο απομακρύνθηκε κι αυτός.

Άλλη μια γουλιά μπύρα και ο σταθμός έκοψε την ροή του προγράμματος για την ανάγνωση των ειδήσεων. Ο Δημήτρης σπάνια ενδιαφερόταν για το τι γινόταν στον έξω κόσμο όμως αυτή τη φορά η ένταση και χροιά της φωνής του εκφωνητή του τράβηξε την προσοχή.

Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά καθώς άκουσε τον εκφωνητή να λέει πως ακόμα μια εικοστετράχρονη κοπέλα είχε πέσει θύμα του αδίστακτου δολοφόνου που είχε σκοτώσει πέντε από τις αρχές του χρόνου. Το πρόσωπο του Δημήτρη σκοτείνιασε στο άκουσμα αυτής της είδησης και τα φρύδια του έσμιξαν χαρίζοντας μια έκφραση έντονου εκνευρισμού. Ένιωθε σαν κάποιος να του έκλεβε το υλικό, σαν να βρισκόταν σε μια κόντρα με κάποιον ο οποίος προσπαθούσε να τον προλάβει για το πόσες κοπέλες θα αποθανατίσει με τον φακό του.

Υπερβολικά αγανακτισμένος με την είδηση ήπιε την υπόλοιπη μπύρα που βρισκόταν μέσα στο μπουκάλι με μια γουλιά. Έκλεισε το άλμπουμ που βρισκόταν στα πόδια του και το τοποθέτησε βιαστικά στην θέση του στην βιβλιοθήκη.

Σηκώθηκε γρήγορα, έκανε δύο βήματα μπροστά, έπιασε τα γυαλιά ηλίου του και κρέμασε από τον ώμο του την τσάντα με την φωτογραφική του μηχανή και βγήκε με γρήγορες κινήσεις από το διαμέρισμα.

Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν κάτω στον δρόμο και άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί και να νιώθει την ανάσα του να επανέρχεται στο φυσιολογικό. Ένιωθε ακόμα έναν έντονο εκνευρισμό για τον άγνωστο εχθρό του που του «έκλεβε» τις «εικόνες» και κινήθηκε εντελώς αμήχανα ευθεία μπροστά μέχρι που βρέθηκε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Τα αυτοκίνητα δεν ήταν πάρα πολλά λες και προσπαθούσαν να αποφύγουν την αφόρητη ζέστη του Ιουνίου. Ο Δημήτρης είχε δύο σημεία όπου πήγαινε και καθόταν με την φωτογραφική του μηχανή και αποθανάτιζε τις εικόνες που έβλεπε μέσα από τον φακό του. Το ένα σημείο ήταν η πλατεία στο Κολωνάκι μεταξύ Κανάρη και Πατριάρχου Ιωακείμ και η άλλη ήταν η πλατεία Ομονοίας.

Χωρίς καν να σκεφτεί την διαδρομή του, σε λίγα λεπτά βρισκόταν στην πλατεία Κολωνακίου. Έβγαλε την φωτογραφική του μηχανή και περίμενε. Ένιωθε σαν επιστήμονας στο βάθος της ζούγκλας που με τον φακό του προσπαθεί να αποθανατίσει τα εναπομείναντα μέλη μιας υπό εξαφάνισης ράτσας ζώων. Αυτό του δημιουργούσε έναν έντονο εκνευρισμό ο οποίος δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί στην φωτογράφηση.

Συνήθως ο Δημήτρης τραβούσε 10 με 15 φίλμ, αυτή την φορά όμως το μυαλό του ήταν στην τρομερή είδηση της ημέρας και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έβγαλε με τη βία 7 φίλμ, μάζεψε τα σύνεργά του και ξεκίνησε πίσω για το σπίτι.

Έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να βρεί οπωσδήποτε έναν τρόπο να σταματήσει αυτόν τον τρελό που σκότωνε χωρίς ενδοιασμό όλα του τα μοντέλα. Σε ολη την διαδρομή μέχρι το διαμέρισμά του ο Δημητρής σκεφτόταν και προσπαθούσε να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα έβρισκε τον στυγερό αυτόν δολοφόνο και θα τον παρέδιδε στην αστυνομία.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Ο Φωτογράφος (2)

Ο Δημήτρης με εντελώς μηχανικές κινήσεις άνοιξε το συρτάρι και χωρίς να κοιτάει έπιασε το ανοιχτήρι και άνοιξε την μπύρα. Το μεταλλικό καπάκι έπεσε μέσα στον ανοξείδωτο νεροχύτη κάνοντας έναν ψεύτικο μεταλλικό θόρυβο.

Ο Δημήτρης περνώντας μπροστά από το στερεοφωνικό, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πάτησε τον διακόπτη για να ανοίξει και ξαφνικά μουσική από τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό γέμισε το φωτεινότατο καθιστικό.

Προχώρησε σαν υπνωτισμένος μέχρι την πολυθρόνα και κάθισε σε αυτήν αφήνοντας τον εαυτό του εντελώς ελεύθερο. Έφερε την δροσερή μπύρα στα χείλη του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά καθώς τα γαλάζια του μάτια είχαν μείνει καρφωμένα έξω, πέρα από την γυάλινη τζαμαρία.

Σαν να τον ξύπνησε η δροσιά της παγωμένης μπύρας έστριψε αριστερά του προς την βιβλιοθήκη και έπιασε ένα άλμπουμ. Το ακούμπησε στα πόδια του το άνοιξε στην πρώτη σελίδα και τράβηξε ακόμα μια γουλιά.

Η πρώτη φωτογραφία ήταν το πρόσωπο μια κοπέλας με κοντά μαύρα μαλλιά καρφάκια, πράσινα μάτια, κατάλευκο δέρμα. Στην φωτογραφία δέσποζε το πρόσωπο της κοπέλας ενώ το φόντο ήταν θολό και δεν μπορούσες να διακρίνεις κάτι. Η φωτογραφία ήταν τόσο εκφραστική που κοιτώντας την ήσουν σίγουρος ότι ένιωθες την ηρεμία της ίδιας της κοπέλας.

Άλλη μια γουλιά και γύρισμα της σελίδας. Άλλη μια φωτογραφία κάποιας κοπέλας. Μια ξανθιά κοπέλα σε κίνηση. Η φωτογραφία ήταν ολόσωμη μην αφήνοντας κατά αυτόν τον τρόπο να είναι εμφανή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλά η όλη εμφάνισή της την έκανε να ξεχωρίζει έντονα ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που την περιέβαλαν. Έμοιαζε σαν μια έντονα χρωματιστή πινελιά σε ένα γκρίζο φόντο.

Όλες οι φωτογραφίες στα άλμπουμ ήταν φωτογραφίες γυναικών.

Ο Δημήτρης είχε έρθει πριν τρία χρόνια στην Αθήνα για να σπουδάσει Χημικός. Μέχρι τότε ζούσε σε ένα ορεινό χωριό 500 κατοίκων κάπου στην κεντρική Ελλάδα και η πληθώρα των εικόνων της πρωτεύουσας που τον βομβάρδιζαν καθημερινά τον είχαν συνεπάρει. Μόλις τον τρίτο μήνα στην Αθήνα και βρέθηκε τυχαία σε μια έκθεση φωτογραφίας που γινόταν σε έναν χώρο δίπλα από το πανεπιστήμιο. Οι φωτογραφίες είχαν σαν θέμα την ζωή στην πρωτεύουσα. Η ζωντάνια των φωτογραφιών αιχμαλώτισαν αμέσως το μυαλό του Δημήτρη καθώς αυτό που έβλεπε ταυτιζόταν απόλυτα με τις εικόνες που είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του.

Από εκείνη την ημέρα στο μυαλό του ήταν να μπορέσει κι αυτός να αποτυπώνει σε χαρτί τις εικόνες που έβλεπε. Πολύ σύντομα έπιασε μια δουλειά σε ένα μπαράκι σαν σερβιτόρος για να μαζέψει λεφτά για να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και να αρχίσει κάποια μαθήματα.

Σε λίγο καιρό ο Δημήτρης είχε καταφέρει να αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή με δύο διαφορετικούς φακούς και να παρακολουθήσει έναν ολόκληρο κύκλο μαθημάτων. Στο επόμενο στάδιο άρχισε να γεμίζει φίλμ ασταμάτητα και να τα εμφανίζει στο σπίτι του.

Τον πρώτο και δεύτερο χρόνο της ασχολίας του με την φωτογραφία δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο θέμα ούτε έψαχνε κάποια συγκεκριμένη εικόνα. Φωτογράφιζε γενικά και αχόρταγα σαν να ψάχνει να βρει την έμπνευση, σαν να ψάχνει να βρει την εικόνα που θα τον αιχμαλωτίσει.

Τότε στις αρχές του τρίτου χρόνου είναι που εμφάνισε την φωτογραφία της κοπέλας με τα κοντά μαύρα μαλλιά που είχε πρώτη πρώτη στο άλμπουμ. Μόλις εμφάνισε την φωτογραφία καθόταν σχεδόν πέντε ώρες και την κοιτούσε ασταμάτητα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του. Τότε ανακάλυψε οτι αυτό που τον ενέπνεε ήταν η γυναικεία μορφή. Από τότε όλες του οι φωτογραφίες είχαν σαν θέμα κάποια καθημερινή κοπέλα. Δεν έψαχνε για κάποιο μοντέλο ή για κάποια με τέλειες αναλογίες κοπέλα, έψαχνε με τον φακό του απλά να βρει την ομορφιά που απεικονίζεται σε ένα γυναικείο πρόσωπο.

Μπορούσε να ήταν ομορφιά από χαρά, από λύπη, από στεναχώρια, από μίσος, από κούραση, από ένταση, από σκέψη, από εξυπνάδα, από βλακεία, από τσαχπινιά, από πονηριά, από πνεύμα, από από από... Αυτό έψαχνε. Και κάθε φωτογραφία του του απεδείκνυε οτι η ομορφιά αυτή σε κάθε γυναίκα είχε εντελώς διαφορετική εικόνα.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006

Ο Φωτογράφος (1)

Ένα γυναικείο πρόσωπο άρχισε να εμφανίζεται σιγά σιγά μέσα από το πορταλοκόκκινο υγρό καθώς ο Δημήτρης με τα χέρια χωμένα μέσα στο υγρό κινούσε το φωτογραφικό χαρτί μπρος πίσω.

Συνέχισε την κίνηση αυτή μέχρι που στο πριν λίγο λευκό χαρτί εμφανίστηκε το πρόσωπο μιας κοπέλας. Τράβηξε το χαρτί έξω από το υγρό και το σήκωσε ψηλά πάνω από την σκάφη που βρισκόταν κρατώντας το εκεί για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να στραγγίσει.

Με μια αργή κίνηση γύρισε 180 μοίρες και κρέμασε την φωτογραφία στο σχοινί που βρισκόταν κρεμασμένο ανάμεσα στους δύο τοίχους του δωματίου. Συνέχισε την ίδια διαδικασία για ακόμα δέκα φωτογραφίες της οποίες κρέμασε όλες με τη σειρά στο σχοινί.

Κάθισε μπροστά τους και τις περιεργάστηκε με μια γρήγορη ματιά. Ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης έσκασε στα χείλια του και εν συνεχεία σκύβοντας πέρασε κάτω από το σχοινί με τις κρεμασμένες φωτογραφίες και άνοιξε την πόρτα για να βγει από το δωμάτιο.

Ήταν ακόμα Ιούνιος μήνας αλλά η ζέστη ήταν ήδη ανυπόφορη και ειδικά σε αυτή την μικρή γκαρσονιέρα στο δώμα μιας πολυκατοικίας που βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της Αθήνας.

Με το που βγήκε ο Δημήτρης από το δωμάτιο το φως του ήλιου τον τύφλωσε καθώς ήταν αρκετή ώρα μέσα στον σκοτεινό θάλαμο. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, ίσως και λεπτά μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του.

Με το που άρχισε να βλέπει ξανά κοίταξε το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Ήταν 16:24 12 Ιουνίου.

Προχώρησε προς στην κουζίνα η οποία χωριζόταν από ένα ξύλινο πάσο από το καθιστικό.

Κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και σήκωσε το αριστερό του χέρι να πιάσει μια παγωμένη μπύρα. Στάθηκε για λίγα λεπτά εκεί ακίνητος να απολαμβάνει την δροσιά που τον χάιδευε από το ανοιχτό ψυγείο. Όταν ένιωσε την θερμοκρασία του χώρου να εξισορροπείται έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο καθιστικό.

Το καθιστικό του αποτελείτο από μια παλιά πολυθρόνα, επενδυμένη με μαύρο δέρμα, με ψηλή πλάτη που σπρώχνοντας έπεφτε προς τα πίσω σηκώνοντας ταυτοχρόνως την ποδιά μπροστά για να μπορείς να ακουμπήσεις τα πόδια σου. Δίπλα υπήρχε ένα καναπές με μαύρο βαμβακερό ύφασμα σε λιτή γραμμή και από επάνω κρεμασμένη μια αφίσα-φωτογραφία ενός χειμερινού θαλάσσιου τοπίου. Ανάμεσα στην πολυθρόνα και τον καναπέ υπήρχε ένα επιδαπέδιο φως με ένα καπέλο σε χρώμα ώχρας, ενώ μπροστά ένα παραλληλόγραμμο ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο διάσπαρτες φωτογραφίες, περιοδικά και ένα μισογεμάτο τασάκι.

Η πολυθρόνα ήταν τοποθετημένη σε τέτοιο σημείο που έβλεπε σε μια τζαμαρία περίπου τρία μέτρα μήκος η οποία έπαιζε το ρόλο του ενός τοίχου του σαλονιού καθώς και της κεντρικής εισόδου του διαμερίσματος.

Υπνοδωμάτιο δεν υπήρχε στο διαμέρισμα καθώς το μοναδικό δωμάτιο είχε μετατραπεί σε σκοτεινό θάλαμο από τον Δημήτρη για να εμφανίζει τις φωτογραφίες του, ενώ αυτός συνήθως κοιμόταν στον καναπέ ή στην πολυθρόνα.

Στον πίσω τοίχο από την πολυθρόνα υπήρχε μόνο η πόρτα για το μικροσκοπικό μπάνιο το οποίο ήταν επενδυμένο με ένα φτηνό γαλάζιο πλακάκι, με μια λεκάνη και μια ντουζιέρα ακριβώς δίπλα στον νιπτήρα.
Ακριβώς στον δίπλα τοίχο από την πολυθρόνα υπήρχε μια βιβλιοθήκη. Τα πάνω δύο ράφια ήταν γεμάτα με CD rock συγκροτημάτων ενώ στα κάτω δύο υπήρχαν κάποια φωτογραφικά άλμπουμ και κάποιοι φάκελοι-κουτιά. Ενώ σε ένα δεύτερο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην βιβλιοθήκη βρισκόταν ένα compact ραδιόφωνο και cd-player.

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

ΑΕΝΑΗ γέννηση


1

Το ημερολόγιο στον τοίχο έδειχνε 31 Δεκεμβρίου του 1999 ενώ το ηλεκτρονικό ρολόι στο γραφείο έκανε ένα διπλό διαπεραστικό «μπιπ» υπενθυμίζοντάς μου ότι η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα. Στις οκτώ είχα κανονίσει να περάσω με το αυτοκίνητο να πάρω την κοπέλα μου από το σπίτι της και μαζί να περάσουμε από την κολλητή της που θα μας περίμενε με τον φίλο της.
Πιέζοντας με δύναμη το τσαντάκι με τα ξυριστικά μου τράβηξα το φερμουάρ σε μια προσπάθεια να κλείσω το σακ βουαγιάζ. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς γίνεται πάντα το σακ βουαγιάζ να είναι μικρό για τα πράγματα που έχεις ενώ η βαλίτσα υπερβολική. Και ενώ όταν ετοιμάζεσαι καταφέρνεις να το κλείσεις, στον γυρισμό πάντα έχεις πράγματα που περισσεύουν εκτός του σακ βουαγιάζ. Με αυτές τις περίεργες για την στιγμή σκέψεις έκανα μια αναγνωριστική βόλτα στο σπίτι μήπως θυμηθώ κάτι που πιθανόν να είχα ξεχάσει. Όταν συνειδητοποίησα ότι απλά γύριζα χωρίς να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο και αφού σιγουρεύτηκα ότι όλα ήταν εντάξει κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα. Εντελώς μηχανικά πληκτρολόγησα τον μυστικό κωδικό του συναγερμού και ένα αγχοτικά ρυθμικό ηλεκτρονικό μπιπ άρχισε να ακούγεται υπενθυμίζοντας μου ότι σε λίγο θα ενεργοποιούταν ο συναγερμός. Έκλεισα βιαστικά την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα και τότε ακούστηκε από μέσα ένα μακρόσυρτο μπιπ που επιβεβαίωνε την ενεργοποίηση του συναγερμού. Μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από μέσα μου εντελώς αυθόρμητα αφού είχα προλάβει να βγώ πρίν οπλίσει ο συναγερμός.
-«Μα πως στο καλό γίνεται πάντα να με πιάνει τέτοιο άγχος όταν ακούω αυτό το μπιπ του συναγερμού» αναρωτήθηκα.
-«Είμαι σίγουρος ότι το έχουν μελετήσει έτσι ώστε να σου δημιουργεί αυτό το άγχος να κινηθείς γρήγορα».
Με τις σκέψεις αυτές και με το βάρος του σακβουαγιάζ να με τραβάει προς τα δεξιά κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα. Ευτυχώς είχα φροντίσει από νωρίς και είχα παρκάρει το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά στο σπίτι. Το είχα πλύνει κιόλας και μετά από πάρα πολύ καιρό το έβλεπα ξανά στο χρώμα που το είχα αγοράσει. Με το που βγήκα από την εξώπορτα της πολυκατοικίας αντίκρισα το αυτοκίνητό μου που γυάλιζε από τα φώτα του δρόμου. Το αγαπημένο μου χρώμα ήταν το μαύρο αλλά δεν ξέρω τι με είχε πιάσει και αυτό το αυτοκίνητο το είχα αγοράσει σε ένα ασημί χρώμα. Στο διαφημιστικό φυλλάδιο του αυτοκινήτου το χρώμα ονομαζόταν Lunar Silence και η ονομασία αυτή και μόνο με είχε κάνει να το διαλέξω. Θυμάμαι που καθόμουν στο παράθυρό όταν το είχα πρωτοπάρει και το κοιτούσα από τον 3ο όροφο που είναι το διαμέρισμά μου και προσπαθούσα να κατανοήσω πως εμπνεύστηκαν την ονομασία του χρώματος. Μια μέρα καθόμουν επί 3 ώρες και το κοίταζα χωρίς να βγάλω άχνα...και τελικά συνειδητοποίησα ότι όσο καθόμουν και το κοίταζα στο δωμάτιο επικρατούσε μια τρομερά απόκοσμη ησυχία.
-«Ελπίζω να χωρέσει τις αποσκευές μας» σκέφτηκα καθώς έφτασα μπροστά στο πορτ-μπαγκαζ του αυτοκινήτου μου.
Πατώντας το κουμπί στα κλειδιά αναβόσβησαν τα φλας ακολουθούμενα από τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι ασφάλειες καθώς απασφαλίζουν. Άνοιξα το πορτ μπαγκαζ και έβαλα το σακ βουγιάζ μέσα τοποθετώντας το στην αριστερή πλευρά όσο πιο άκρη γινόταν έτσι ώστε να έχω χώρο ώστε να χωρέσουν και τα πράγματα των συνεπιβατών μου. Κοιτώντας τον χώρο που περίσσευε η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν και τόσο σίγουρος ότι θα χωρούσε όλες τις αποσκευές αφού φοβόμουν πολύ το μέγεθος των αποσκευών των κοριτσιών.
-«Μωρέ δεν φτάνει που βάζω το αυτοκίνητο και θα τους κάνω και τον οδηγώ, κάθομαι και σκάω κιόλάς για το αν θα χωρέσουν. Χέστηκα, αν χωρέσουν και όπως χωρέσουν» καθησύχασα τον εαυτό μου και μπήκα μέσα στο καθαρό αυτοκινητάκι μου.
Με το που μπήκα στο αυτοκίνητο με τύλιξε ένα απαλό άρωμα πευκοδάσους το οποίο σου έδινε την αίσθηση φρεσκάδας και καθαριότητας. Έκλεισα την πόρτα και μαζί τον θόρυβο της πόλης. Έκλεισα τα μάτια. Ένιωσα μια απέραντη χαλάρωση. Έτσι και μπορούσα να κοιμηθώ πιστεύω ότι θα έκανα τον πιο γλυκό ύπνο που έχω κάνει ποτέ στην ζωή μου. Δυστυχώς όμως με περίμεναν και έπρεπε να ξεκινήσω.
«Έτσι και καλύτερα θα είναι εκεί που θα πάμε» είπα στον εαυτό μου δίνοντάς του το ερέθισμα για να βγω από την μικρή νιρβάνα που βρισκόμουν.
Γύρισα το κλειδί στη μίζα και η μηχανή πήρε ζωή, πάτησα το 1 στο ραδιόφωνο και αμέσως αυτό συντονίστηκε στον αγαπημένο μου σταθμό. Καθώς η υπέροχη μελωδία του «Street of Dreams» γέμισε το αυτοκίνητο αυτό κινήθηκε και ξεκίνησε το ταξίδι για μένα. Λίγο πριν βγω από το σπίτι είχα πάρει τηλέφωνο την κοπέλα μου και την ενημέρωσα πως ξεκίναγα. Στην πραγματικότητα απλά ήλπιζα να την αγχώσω ώστε να είναι έτοιμη όταν θα έφτανα και να μην περιμένω ξεροσταλιάζοντας κάτω στον δρόμο. Η κοπέλα μου ήταν τόσο ενθουσιασμένη για το τριήμερο που θα περνάγαμε στον Παρνασσό, εδώ και πάρα πολύ καιρό με έπρηζε για ένα τέτοιο ταξιδάκι.
Πριν δύο μήνες, κάποιο Σαββατιάτικο πρωινό, είχαμε πάει μια βόλτα στον Παρνασσό και καθώς πάσχιζα να βρω ένα απόμερο μέρος, ένας μικρός δρόμος μας οδήγησε σε μια πέτρινη καλύβα μέσα στο πουθενά. Αυτή βρισκόταν αρκετά βαθιά μέσα στο δάσος και είχε μια τρομερή θέα στις πίστες του χιονοδρομικού. Θυμάμαι που είχαμε χαζέψει και οι δύο για αρκετή ώρα μαγεμένοι από την απεραντοσύνη του πράσινου που απλωνόταν μπροστά μας. Νιώσαμε και οι δύο σαν κάποιο αόρατο χέρι να μας έχει ακινητοποιήσει και να έχει ακυρώσει κάθε βούλησή μας να κινηθούμε. Αργότερα στην ταβέρνα που είχαμε πάει για να φάμε, αναφέραμε στον ταβερνιάρη την καλύβα και μας είπε ότι ανήκε σε έναν γέρο ο οποίος και την νοίκιαζε. Όταν τον ρωτήσαμε που μπορούμε να βρούμε τον γέρο μας έδωσε τις ανάλογες κατευθύνσεις συμπληρώνοντας πως αν σκεφτόμασταν να νοικιάσουμε την πέτρινη καλύβα καλύτερα θα ήταν να μην το κάναμε γιατί συμβαίνουν περίεργα πράγματα σε εκείνο το μέρος. Τον πιέσαμε να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε με τα περίεργα αλλά εκείνος άλλαξε κουβέντα και άρχισε να μας μιλάει για τις δυσκολίες της δουλειάς και του χωριού και έτσι όλα αυτά τα θεωρήσαμε σαν μια προσπάθειά του να μας δελεάσει να νοικιάσουμε κάποια δικιά του καλύβα.
Μετά από καμία ώρα και αφού τελειώσαμε ότι λιχουδιά υπήρχε στο πιάτο μας ξεκινήσαμε κατευθείαν για να βρούμε τον γέρο και να τον ρωτήσουμε περισσότερες πληροφορίες για την πέτρινη καλύβα. Στην θέα της καλύβας και στους δυο μας ήρθε η ιδέα ότι θα ήταν καταπληκτικά να κάναμε πρωτοχρονιά εκεί. Η θέα και το τοπίο μας είχαν συνεπάρει τόσο που είχαμε αποφασίσει να πληρώσουμε όσο όσο αρκεί να την έχουμε την πρωτοχρονιά. Βρήκαμε αρκετά εύκολα το σπίτι του γέρου ακολουθώντας τις οδηγίες που μας είχε δώσει ο ταβερνιάρης.
Μετά από 5 λεπτά δρόμο βρισκόμασταν μπροστά από το σπίτι του ιδιοκτήτη της καλύβας. Ο γέρος είχε ένα πράο ύφος με ένα κάτασπρο μουστάκι που κάλυπτε όλο του το πάνω χείλος του και δύο πυκνά κατάλευκα φρύδια. Η μορφή του σου θύμιζε τους παππούδες που λένε παραμύθια. Καθόταν στην βεράντα του και έπινε το απογευματινό καφεδάκι του και μόλις μας είδε στην πόρτα του κήπου του μας καλωσόρισε γνέφοντάς μας να μπούμε μέσα. Όταν φτάσαμε κοντά του μας υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο που έκανε το μουστάκι του να απλώνει ακόμα περισσότερο, μας έγνεψε να κάτσουμε στις πλαστικές καρέκλες που είχε δίπλα του και προσφέρθηκε να μας φτιάξει καφέ. Δεν ξέρω αν έφταιγε το βουνό ή η χαρά μου που βρήκαμε τον γέρο αλλά ο καφές που μας πρόσφερε είχε την πιο τέλεια γεύση που είχα δοκιμάσει ποτέ. Με δυσκολία έπεισα τον εαυτό μου να σταματήσει να πίνει αυτόν τον τόσο εύγεστο καφέ και ανέφερα στον γέρο τον σκοπό της επίσκεψής μας. Εκείνος τότε πήρε το ύφος ενός επαγγελματία και άρχισε να μας εξηγεί τις παροχές της καλύβας καταλήγοντας στην τιμή του ενοικίου για τις ημέρες της πρωτοχρονιάς.
Η τιμή που μας ζήτησε για την καλύβα δεν μας ακούστηκε υπερβολική, αλλά πάλι ίσως έφταιγε ο ενθουσιασμός μας που βρήκαμε ένα τόσο ωραίο μέρος για την πρωτοχρονιά. Άλλωστε όπως μας είπε και είχαμε δει και εμείς όταν βρεθήκαμε εκεί, φαινόταν πολύ περιποιημένη στο εσωτερικό της και το ότι εκεί έμενε για αρκετά χρόνια και μέχρι πρόσφατα ο γιος του, ο οποίος ήταν γιατρός, δικαιολογούσε την άριστη κατάσταση της καλύβας. Μετά τον θάνατο του γιου του και της γυναίκας του, της μητριάς του γιου του όπως την αποκάλεσε, αυτός είχε μείνει μόνος και αποφάσισε να την νοικιάζει για να μην χαλάσει η καλύβα.
Τελικά την κλείσαμε για τρεις ημέρες και έτσι σήμερα ήρθε η ημέρα να την επισκεφθούμε.
Μόλις έφτασα στο σπίτι της κοπελιάς μου χτύπησα την κόρνα χαρακτηριστικά με δύο κοφτά κορναρίσματα, όπως είχαμε συνηθίσει σαν σημάδι ότι ήμουν εγώ, και εκείνη σε λιγάκι έβγαινε από την είσοδο του σπιτιού της κρατώντας μια βαλίτσα στο ένα χέρι και ένα μικρό τετράγωνο δερμάτινο βαλιτσάκι στο άλλο.
«Τελικά αυτές οι γυναίκες» σκέφτηκα «είτε για μια μέρα πάνε κάπου είτε για ένα μήνα όλη την γκαρνταρόμπα τους παίρνουν μαζί».
Μόλις της το ανέφερα εκείνη με κοίταξε με πονηρό ύφος και μου είπε ότι κουβάλησε τα πιο σέξι εσώρουχα της για να μου χαρίσει νύχτες πάθους. Καλό μου ακουγόταν αυτό αλλά της θύμισα ότι δεν θα είμαστε μόνοι μας στην καλύβα αφού είχε την φαεινή ιδέα να καλέσει και την κολλητή της.
«Μην σε νοιάζει μωράκι μου, τα έχω όλα κανονισμένα» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι της και ξεκινήσαμε να πάρουμε και τους συνεπιβάτες μας.
Η αλήθεια είναι οτι με ένοιαζε λιγάκι καθώς τον γκόμενο της κολλητής της κοπελιάς μου δεν τον είχα γνωρίσει και μπορώ να πω πως είχα κάποιες αμφιβολίες για το αν θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε και να περάσουμε καλά κλεισμένοι μέσα σε ένα σπίτι.
Με αυτές τις σκέψεις να κυριαρχούν στο μυαλό μου έφτασα εκεί που είχαμε δώσει ραντεβού για να πάρουμε την κολλητή της κοπελιάς μου και τον φίλο της. Την κολλητή της κοπελιάς μου την ήξερα πολύ καλά και έτσι μόλις τους είδα άθελά μου κόλλησα κοιτώντας τον φίλο της. Η πρώτη εικόνα που σχημάτισα βλέποντάς τον δεν ήταν και η καλύτερη. Σπουδαστής Αρχιτεκτονικής ακόμα στα 30 του, με ένα μουσάκι πολύ κουλτουριάρικο, με τα αντίστοιχα John Lennon γυαλιά, το μακρύ μαλλί και με το αντίστοιχο ντύσιμο.
Από εκείνη την ώρα με κυρίευσε ένα έντονο και πρωτόγνωρο προαίσθημα που δεν με άφηνε να νιώσω άνετα και να χαλαρώσω. Όμως πλέον είχαμε ξεκινήσει για την καλύβα μας και δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω.

2

Μόλις καταφέραμε και βγήκαμε στην εθνική οδό ήδη είχε πάει εννιά το βράδυ. Ευτυχώς ο καιρός, σύμμαχός μου, ήταν καλός, χωρίς σύννεφα και με ένα φεγγάρι που φώτιζε τα πάντα και έτσι η οδήγηση θα ήταν σχετικά εύκολη.
Στην διαδρομή έπιασα κουβέντα με τον νέο «φίλο» μου προσπαθώντας να γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Άλλωστε θα περνάγαμε τρεις μέρες μαζί και έπρεπε να βρω κάποια κοινά στοιχεία αν ήθελα να περάσω καλά. Αυτό που έμαθα ήταν ότι του άρεσε πολύ ο κινηματογράφος και ειδικότερα παλιές cult ταινίες τρόμου. Του άρεσε η gothic μουσική, οτιδήποτε μεσαιωνικό τον εξιτάριζε και περισσότερο από όλα τον ενθουσίαζε ο παγανισμός και τον οποίο είχε ενστερνιστεί.
Μια από τις συνήθειές του, όπως μου εξήγησε, ήταν να κάνει μεγάλες βόλτες μέσα σε δάση και να αφομοιώνεται με τους ήχους και την μυρωδιά του δάσους. Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα τι εννοούσε με το «αφομοιώνεται» που είπε, αλλά δεν με ενδιέφερε και τόσο οπότε και δεν έδωσα σημασία. Ξαφνικά διέκοψε τον μονόλογό του για το ποιος είναι και τι του αρέσει και μου απηύθυνε την πρώτη του ερώτηση σχετικά με το που ακριβώς πάμε. Του περιέγραψα το που ακριβώς ήταν η καλύβα και φάνηκε να σκοτεινιάζει το πρόσωπό του. Τότε έπεσε μια μικρή σιωπή μεταξύ μας η οποία ταραζόταν από τις γυναίκες που μουρμούριζαν και χασκογελούσαν με τα δικά τους μη δίνοντας καμία σημασία σε εμάς.
Είχαμε ήδη αρχίσει την ανάβαση προς το βουνό και τότε πάλι εντελώς ξαφνικά μετά από μία ώρα απόλυτης σιωπής ο φίλος μου με ένα παγωμένο και αυστηρό ύφος γύρισε προς το μέρος μου λέγοντάς μου πως δεν υπάρχει καμία καλύβα σε εκείνο το μέρος που του περιέγραψα. Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα ακούγοντας ξαφνικά ξανά την φωνή του και παραλίγο να μου φύγει το αυτοκίνητο καθώς ήμουν απορροφημένος από την οδήγηση. Πάντα ευγενικός και έχοντας στο νου μου ότι θα πρέπει να περάσω άλλα τρία βράδια με τον νέο «φίλο» μου, προσπάθησα να μην το χαλάσω από την πρώτη μέρα και του εξήγησα άλλη μια φορά που βρίσκεται η καλύβα μήπως και την πρώτη φορά δεν είχα δώσει σωστά στοιχεία.
Παρόλη την προσπάθειά μου για την πολύ λεπτομερή περιγραφή της θέση της καλύβας, αυτός επέμενε ότι γνώριζε την περιοχή σαν την παλάμη του και ότι την έχει περπατήσει άπειρες φορές και πως καλύβα δεν υπάρχει στο σημείο που του περιέγραφα. Η αλήθεια είναι ότι ο νέος φίλος μου άρχισε να μου την δίνει στα νεύρα με την επιμονή του αλλά τώρα πλέον δεν υπήρχε γυρισμός. Το μόνο που ήλπιζα είναι να εξαφανίζεται από το πρωί (αν είναι δυνατόν και την νύχτα) στο δάσος και να με αφήσει εμένα στην ησυχία μου να θαυμάζω τα σέξι εσώρουχα της κοπελιάς μου μπροστά στο τζάκι.
Καθώς φαντασίωνα την κοπελιά μου μπροστά στο τζάκι να μου προσφέρει ένα αισθησιακό στριπτίζ φορώντας τα πιο αποκαλυπτικά και σέξι εσώρουχά της, με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα η φωνή του. Ένιωσα ένα παγωμένο ρεύμα να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου και μια ανατριχίλα στα άκρα μου όταν με ρώτησε ποιο χρώμα θεωρώ ερεθιστικό στα γυναικεία εσώρουχα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ή ο άνθρωπος είναι τρελός ή διαβάζει την σκέψη μου και προσπαθεί να μου σπάσει τα νεύρα σκέφτηκα.
Τον ρώτησα πως και του ήρθε αυτή ερώτηση και με ένα χαμόγελο μου εξήγησε πως ένιωσε άσχημα που μου επιτέθηκε πριν για την καλύβα τόσο πολύ και θέλησε να κάνει μια νέα αρχή μαζί μου. Έτσι θεώρησε ότι αυτή ήταν μια καλή ερώτηση η οποία άλλωστε ενδιαφέρει όλους τους άντρες. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι εκείνη την στιγμή φανταζόμουν τον τύπο να «το κάνει» με τις κουφάλες των δέντρων υπό τον ήχο κραυγών και τσιριγμάτων από ταινίες τρόμου αλλά η απάντησή του με επανέφερε και σκέφτηκα ότι πιθανόν τελικά ο τύπος να αξίζει κάτι και ίσως θα έπρεπε να του δώσω άλλη μια ευκαιρία.
Το ότι του άρεσαν τα μαύρα δερμάτινα γυναικεία εσώρουχα δεν θα πω ότι με παραξένεψε καθόλου. Τότε μου ήρθε η εικόνα στο μυαλό, της κολλητής της κοπελιάς μου με δερμάτινα εσώρουχα και αυτόν δεμένο και μου ερχόταν να γελάσω. Μου έκοψε όμως απότομα την σκέψη αυτή συμπληρώνοντας ότι αυτή του η προτίμηση δεν είχε να κάνει σε τίποτα με σαδομαζοχιστικές τάσεις δικές του, αλλά απλά τον ερέθιζε πολύ η υφή του επεξεργασμένου δέρματος. Η συζήτησή μας συνεχίστηκε αρκετή ώρα και προεκτάθηκε σε διάφορα με αποτέλεσμα να μην βλέπω την ώρα να φτάσουμε στην καλύβα και να ξεμοναχιάσω την κοπελιά μου.
Τότε ακούστηκε η φωνή της κοπελιάς μου να μου λέει πως πρέπει να είχα στρίψει λάθος γιατί δεν γνώριζε το τοπίο. Η νύχτα είχε γίνει πλέον πολύ σκοτεινή καθώς το φεγγάρι το είχαν κρύψει κάποια σύννεφα, ίσως τα μοναδικά σε όλο τον ουρανό. Κοιτώντας προσεκτικά το τοπίο γύρω μας συνειδητοποίησα και εγώ ότι δεν υπήρχε κάτι να μου θυμίζει το μέρος στο οποίο θέλαμε να πάμε. Γυρνώντας προς τον «φίλο» μου τον ρώτησα καθώς δήλωνε πολύ καλός γνώστης της περιοχής αν είχε καμία ιδέα για το που βρισκόμασταν και αν κάπου στρίψαμε λάθος. Εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα πολύ παγερό σχεδόν απαξιωτικό και μου ζήτησε να σταματήσω το αυτοκίνητο στην άκρη.
Μόλις το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε στην άκρη του δρόμου, ο «φίλος» μου άνοιξε πολύ γρήγορα την πόρτα, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και χάθηκε βιαστικά μέσα σε κάτι θάμνους. Ξαφνιαστήκαμε όλοι μας και κοιταχτήκαμε αιφνιδιασμένοι από την αντίδραση του «φίλου» μας.
«Πρέπει να κατουριόταν πολύ» πέταξα με κάπως αστείο ύφος για να ζεστάνω την παγωμένη ατμόσφαιρα γυρνώντας συγχρόνως προς τα πίσω να δω την αντίδραση από τις κοπέλες.
Η στριγκλιά της κοπελιάς μου και της κολλητής του μου έκοψαν το αίμα ενώ τις είδα να γίνονται πραγματικά κάτασπρες σαν σεντόνι με το βλέμμα τους κολλημένο μπροστά κάπου έξω από το παρ μπριζ. Εντελώς αντιδραστικά γύρισα προς τα εμπρός, προς το μέρος που κοίταζαν, και τα χέρια μου έσφιξαν υπερβολικά το κάθισμά μου καθώς αντίκρισα τον φίλο μας να στέκεται μπροστά από το αυτοκίνητο κοιτάζοντάς μας μέσα. Θα ορκιζόμουν ότι είδα τα μάτια του να γυαλίζουν και να έχουν ένα κόκκινο χρώμα αλλά μες την τρομάρα μου πολλά μπορεί να είχα δει.
Όσο γρήγορα είχε βγει πριν τόσο γρήγορα μπήκε μέσα, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και κοιτάζοντάς με ένα απόκοσμο χαμόγελο μας ρώτησε αν μας τρόμαξε.
«Τώρα τι να του πεις» σκέφτηκα.
Και ενώ θα ήθελα τόσο πολύ να τον άρχιζα σε ένα βρισίδι η κοπέλα του άρχισε να του φωνάζει, να τον βρίζει και να τον υπόσχεται πως την επόμενη φορά που θα την ξανατρομάξει έτσι θα του κόψει ξέρει τι...
Όταν ηρεμήσαμε, ιδιαίτερα οι κοπέλες, ο «φίλος» μου μας είπε ότι τελικά θα έπρεπε να γυρίσουμε προς τα πίσω μέχρι την πρώτη διασταύρωση όπου θα στρίψουμε δεξιά. Έκανα μια αναστροφή στο αυτοκίνητο βιαστικά και πήρα τον δρόμο προς τα πίσω. Είχα αρχίσει να νιώθω πλέον την κούραση και ένιωθα έντονα την ανάγκη να φτάσουμε γρήγορα για να ξαπλώσω να χαλαρώσω λιγάκι.
Μετά από πέντε λεπτά φτάσαμε στην διασταύρωση και στρίψαμε δεξιά όπως ακριβώς μας είχε πει ο «φίλος» μου. Στα πέντε χιλιόμετρα από την διασταύρωση, μας είπε, είχε ένα μικρό χωματόδρομο, που μάλλον περισσότερο για μονοπάτι μοιάζει, και πηγαίνει αριστερά επάνω μέχρι ένα μικρό πλάτωμα και από εκεί ξεκινάει ένα άλλο πιο μικρό μονοπάτι ανάμεσα σε σκίνα και έλατα από το οποίο θα ανεβαίναμε με τα πόδια και θα μας οδηγούσε στο σημείο που υποτίθεται ότι ήταν η καλύβα.

3

Δεν είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι λεπτά και είχαμε φτάσει στο πλάτωμα και ήδη κατεβαίναμε επιτέλους από το αυτοκίνητο. Το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που δεν βλέπαμε σχεδόν τίποτα ενώ το τσουχτερό κρύο και η απέραντη ησυχία σε έκαναν να νοιώθεις λίγο άβολα. Παρασυρμένοι από την ησυχία που μας αγκάλιαζε κανένας δεν μίλαγε και απλά αρχίσαμε να κατεβάζουμε τα πράγματά μας από το αυτοκίνητο.
Η αλήθεια ήταν ότι αυτή η απέραντη ησυχία και το σκοτάδι μου δημιουργούσαν ένα φόβο αλλά θεώρησα ότι σαν άντρας από την μία δεν έπρεπε να φανερώσω τον φόβο μου για να μην επηρεάσω τις γυναίκες, αλλά και γιατί από την άλλη έβλεπα το νέο «φίλο» μου να μην καταλαβαίνει τίποτα. Τότε, σε μια διάθεσή μου να το παίξω άντρας πρότεινα να πάω εγώ να ανάψω τα φώτα στην καλύβα και μετά να γυρίσω και να πάρω και τους άλλους μαζί με τις βαλίτσες. Τα κορίτσια αρνήθηκαν σχεδόν συγχρόνως λες και ήταν συνεννοημένες και η κοπελιά μου πρότεινε να πάμε όλοι μαζί στην καλύβα, να αφήσουμε αυτές εκεί να συγυρίσουν και εμείς οι άντρες να γυρίσουμε πίσω στο αμάξι να μεταφέρουμε τις βαλίτσες. Δεν ξέρω αν ήταν άσχημη ιδέα αυτή ή οχι αλλά σίγουρα θα ήταν άσχημη ιδέα να προσπαθήσω να αλλάξω γνώμη σε δύο τρομαγμένες γυναίκες, χώρια ότι έτσι θα γλίτωνα από την τρομάρα μου να περπατάω ολομόναχος πεντακόσια μέτρα μέχρι την καλύβα.
Πήραμε λοιπόν στα χέρια μας ότι μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας και αφήσαμε τα υπόλοιπα για να κατέβω μετά εγώ με τον νέο «φίλο» μου να τα πάρουμε. Μπροστά μπήκα εγώ με τον φακό, από πίσω ακολουθούσε η κοπελιά μου, πιο πίσω η κολλητή της και τελευταίος ο φίλος της. Κανένας δεν μίλαγε και το μόνο που άκουγες ήταν η ανάσες μας και τα βήματά μας. Κάποια στιγμή νόμισα ότι άκουσα κάποιο θόρυβο σαν κάτι να περπατάει δίπλα μου, γύρισα τον φακό προς τα εκεί, προσπαθώντας να ξαφνιάσω ότι ήταν αυτό που νόμιζα ότι περπάταγε δίπλα μου, αλλά δεν είδα απολύτως τίποτα. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα ακόμα το περπάτημα ενώ που και που άκουγα τον ίδιο θόρυβο δίπλα μου, ακριβώς σαν κάποιος να ακολουθεί τον βηματισμό μου.
Σε λίγο φάνηκε μπροστά μας η καλύβα και εντελώς ασυναίσθητα άνοιξα τον βηματισμό μου. Μόλις έφτασα μπροστά στην πόρτα άφησα κάτω τις βαλίτσες που κράταγα και έχωσα το χέρι μου μέσα στην «μπανάνα» που είχα κρεμασμένη μπροστά μου και άφησα το χέρι μου να ψάξει να βρει το κλειδί της καλύβας. Το χέρι μου σκόνταψε πάνω στο κινητό, εν συνεχεία χώθηκε από κάτω του βρήκε το πορτοφόλι μου, το παραμέρισε και...να!!!...το κλειδί της καλύβας. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαρότρυπα και το γύρισα προς τα αριστερά. Ακούστηκε ο μεταλλικός θόρυβος της κλειδαριάς τόσο έντονα που φανέρωνε πόσο πολύ καιρό είχε να χρησιμοποιηθεί. Με το που άνοιξα την πόρτα και μπήκα προς τα μέσα μια έντονη μυρωδιά υγρασίας και βρεγμένου ξύλου γέμισαν τα πνευμόνια μου. Η καλύβα δεν είχε ρεύμα και έτσι με την βοήθεια του φακού βρήκαμε και ανάψαμε κάτι παλιές λάμπες πετρελαίου που είχε εκεί μέσα και έτσι δώσαμε λίγο φως στο δωμάτιο. Εγώ και φίλος πήγαμε έξω στο πλάι της καλύβας και φέραμε μερικά ξύλα για το τζάκι. Με την Τρίτη προσπάθεια τα ξύλα άναψαν και η καλύβα φωτίστηκε από ένα τρεμάμενο καφεκίτρινο φως το οποίο γινόταν όλο και πιο έντονο καθώς φούντωναν τα ξύλα ενώ σιγά σιγά άρχισε να ζεσταίνεται και όλη η καλύβα. Αφού ζεστάναμε και τον χώρο αφήσαμε τις γυναίκες να ετοιμάσουν την καλύβα και πήγαμε να πάρουμε τα υπόλοιπα πράγματα από το αυτοκίνητο.
Καθώς κατεβαίναμε το μονοπάτι προς το αυτοκίνητο και θέλοντας να πειράξω λίγο τον καινούργιο φίλο μου, του είπα ότι τελικά δεν γνώριζε την περιοχή τόσο καλά όσο πίστευε και ότι η καλύβα ήταν εκεί ακριβώς που του είχα περιγράψει. Δεν πήρα απάντηση αλλά ούτε και καμία αντίδραση από τον φίλο μου και γύρισα πίσω να τον δω που με ακολουθούσε. Εκείνος όμως δεν ήταν πίσω μου. Κοντοστάθηκα και έψαξα με τον φακό γύρω γύρω αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Ένιωσα μια ανατριχίλα να κυριεύει το σώμα μου και αστειευόμενος προς τον εαυτό μου για να χαλαρώσω σκέφτηκα ότι μάλλον θα είχε αφομοιωθεί με το δάσος όπως μου είχε πει στο αυτοκίνητο. Καλή η αφομοίωση σκέφτηκα χασκογελώντας από μέσα μου, αλλά ελπίζω μόνο να μην μυρίζει μετά σαν αποσμητικό αυτοκινήτου «πεύκο του Κεντάκι».
Προχώρησα προς το αυτοκίνητο και άρχισα να σκέφτομαι πως οι προσευχές μου να εξαφανιστεί γίνονταν πραγματικότητα. Είχε αφήσει όμως πίσω την γκόμενά του, αυτή δεν θα την έπαιρνε άραγε μαζί του να αφομοιωθεί με το δάσος; Από την άλλη όμως καθώς το καλοσκεφτόμουν δεν θα ήταν και άσχημο ένα τρίο με την κοπέλα μου και την κολλητή της με τα δερμάτινα εσώρουχα. Τελικά ίσως εκείνη την χρονιά ο Άγιος Βασίλης να σκέφτηκε ότι ήμουν πολύ καλό παιδί όλη την χρονιά. Σκεφτόμενος όλα αυτά ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου και άρχισα να φαντασιώνομαι το όλο σκηνικό.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο και ανοίγοντας το πορτ μπαγκάζ ξαναθυμήθηκα τον φιλαράκο μου που είχε εξαφανιστεί γιατί πλέον έπρεπε μόνος μου να κουβαλήσω όλες τις βαλίτσες ή να κάνω την διαδρομή δύο φορές. Βρίζοντας την τύχη μου και τον άνθρωπο που μου έστειλε για να κάνω μαζί πρωτοχρονιά έβγαλα τις δύο τεράστιες βαλίτσες των γυναικών και τις φορτώθηκα. Το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό και μην μπορώντας τώρα να κρατήσω τον φακό περίμενα εκεί λίγο μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι. Μόλις μπόρεσα και άρχισα να διακρίνω τις σκιές των δέντρων και το μονοπάτι άρχισα να περπατάω ξανά προς τα επάνω.
Τα χέρια μου πόναγαν από το βάρος από τις βαλίτσες, όμως έσφιγγα τα δόντια γιατί δεν θα ήθελα να κάνω πάλι την διαδρομή αυτή μόνος.
Εγώ δεν αφομοιώνομαι με το δάσος» συλλογίστηκα και συνέχισα το περπάτημα.
Προσπαθώντας να ξεχάσω την κούραση και τον πόνο άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί άραγε φτιάχνουν τόσο βαριές βαλίτσες αφού πρέπει κάποιος να τις κουβαλά, όταν ένα ζεστό ρεύμα αέρα σαν ανάσα χάιδεψε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και κάτι σαν ψιθυριστή φωνή ακούστηκε από πίσω μου. Άφησα τις βαλίτσες κάτω και γύρισα να δω τι είναι. Το σκοτάδι έκανε τα πάντα γύρω μου να μοιάζουν ίδια. Όπου και να γύριζα έβλεπα ακριβώς την ίδια μαύρη σκιά, λες και βρισκόμουν κλεισμένος σε ένα μαύρο κουτί. Δεν ήμουν κλειστοφοβικός, τουλάχιστον έτσι πίστευα αν και δεν το είχα τσεκάρει ποτέ, αλλά για μια στιγμή ένιωσα εκείνο το συναίσθημα που έχεις σε κάποια όνειρα που περπατάς ασταμάτητα και είσαι στο ίδιο σημείο βλέποντας την ίδια άδεια εικόνα.
Ευτυχώς το μυαλό μου συνήλθε αμέσως από αυτές τις περίεργες σκέψεις και άνοιξα τον φακό να δω που βρίσκομαι. Έβγαλα ένα από τα κορδόνια του παπουτσιού μου και στήριξα τον φακό στην μια βαλίτσα και συνέχισα έτσι να περπατάω προς την καλύβα. Τώρα κινήθηκα με πιο γρήγορο βήμα προς την καλύβα.
Λοιπόν σκέφτηκα «οι αισθήσεις του ανθρώπου είναι αυτές που μας προκαλούν τον φόβο και όχι αυτά που βρίσκονται γύρω μας».
«Αν κάποιος δεν έβλεπε, δεν άκουγε και δεν αισθανόταν δεν θα πέρναγε ότι πέρναγα εγώ τώρα».
«Βέβαια ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα βρισκόταν εκεί μόνος αλλά και πάλι γιατί όχι».
«Από την άλλη όμως χωρίς να βλέπει, να ακούει και να αισθάνεται δεν θα ευχαριστιόταν ποτέ ένα γυμνό γυναικείο κορμί, ένα γυναικείο χάδι ή ένα φιλί. Πόσο απέχουν τα δύο αυτά συναισθήματα μεταξύ τους και τι τα κάνει διαφορετικά» αναρωτήθηκα.
«Διαφέρουν;»
Και καθώς γύρναγαν όλες αυτές οι σκέψεις στο μυαλό μου είδα μπροστά τα φώτα της καλύβας και ένιωσα μια ικανοποίηση αφού το μαρτύριό μου σε λίγο θα τελείωνε. Μόλις μπήκα μέσα στην καλύβα πέταξα τις βαλίτσες στην άκρη και σωριάστηκα εξουθενωμένος μπροστά στο τζάκι. Η κοπέλα μου και η κολλητή της με κοίταξαν με απορία και με ρώτησαν που ήταν ο τέταρτος της παρέας. Επειδή είχα το θάρρος με την κολλητή της κοπέλας μου τον έβρισα και τους εξιστόρησα τι τράβηξα από την ώρα που αυτός εξαφανίστηκε. Η κολλητή της κοπελιάς μου χαμογέλασε και παραδέχτηκε ότι ο φίλος της ήταν κάπως περίεργος και ότι έχει κάτι τέτοιες τάσεις να εξαφανίζεται. Έσκυψε και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλη και κλείνοντας το μάτι της μου ζήτησε συγγνώμη και μου είπε πως θα επανορθώσει σύντομα για το φέρσιμο του φίλου της.
Όσο οι κοπέλες άνοιγαν τις βαλίτσες και τακτοποιούσαν τα πράγματα εγώ βρήκα την ευκαιρία και μπήκα στο μπάνιο να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να χαλαρώσω. Όταν τελείωσα έβαλα μια φόρμα, γέμισα ένα ποτήρι με ουίσκι και κάθισα μπροστά στο τζάκι. Τότε μου ήρθε ξανά στο νου το φιλί της κολλητής της κοπελιάς μου και η όλο νόημα υπόσχεσή της ότι θα επανορθώσει. Πολύ θα ήθελα να επανορθώσει όπως φανταζόμουν αλλά ποιος έχασε την τύχη για να την βρω εγώ. Όμως τι εννοούσε και γιατί μου έκλεισε το μάτι και γιατί με φίλησε στα χείλη; Τότε μου ήρθε στη σκέψη η κοπελιά μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν γύρισα να δω πως αντέδρασε όταν με φίλησε η κολλητή της, αλλά δεν είδα και μετά καμία αντίδραση στο φέρσιμό της.
«Κοίτα να δεις που είναι συνεννοημένες» ήταν η πρώτη μου σκέψη και φυσικά αυτό ήταν αυτό που θα ήθελα να ίσχυε.
Γρήγορα όμως άλλαξα σκέψη και σκέφτηκα πως η κοπελιά μου απλά ήταν ευγενική μπροστά στην κολλητή της και με περίμενε μεγάλο καψόνι όταν θα απομονωνόμασταν οι δυο μας στο δωμάτιό μας.
«Τελικά αυτό ήταν» σκέφτηκα, κρίμα τα τόσα όνειρα που έκανα για πρωτοχρονιά με σεξ με δύο γυναίκες. Όπως με έβλεπα όχι σέξι εσώρουχα δεν θα έβλεπα αλλά μήπως κοιμόμουν και μόνος μου. Και όλα αυτά τα τραβάω για έναν περίεργο τύπο. Τελικά η αξέχαστη πρωτοχρονιά που φανταζόμουν θα ήταν όντως αξέχαστη.
Σκεφτόμενος όλα αυτά, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα πίνακα κρεμασμένο πάνω από το τζάκι. Με την τόση ένταση που είχα περάσει μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα παρατηρήσει καθόλου την καλύβα. Ο πίνακας απεικόνιζε μια μελαχρινή κοπέλα μπροστά σε ένα παράθυρο. Από το παράθυρο φαινόταν ένα σκοτεινό, μαύρο δάσος και οι κορυφές των δέντρων να οριοθετούν τον ορίζοντα ενός χειμωνιάτικου σκούρου μπλε ουρανού γεμάτου γκρίζα σύννεφα. Παρατήρησα ότι η κοπέλα είχε ακουμπισμένο το αριστερό της χέρι στο τζάμι σαν να προσπαθούσε να νιώσει κάτι. Τα δάχτυλά της ήταν μακριά και λεπτά και το άσπρο της δέρμα έκαναν την τέλεια αντίθεση με το μαύρο μαλλί της.
Παρατηρώντας τον πίνακα πιο προσεχτικά και προσπαθώντας να καταλάβω το νόημά του, μου τράβηξε την προσοχή κάτι σαν αντανάκλαση που σχηματιζόταν στην πάνω δεξιά γωνία του παραθύρου που ήταν ζωγραφισμένο στον πίνακα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά και εδώ που τα λέμε ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσα έναν πίνακα τόσο πολύ. Έτσι από μακριά μου φαινόταν σαν την αντανάκλαση της κουρτίνας επάνω στο τζάμι αλλά δεν ήταν το ίδιο χρώμα. Σηκώθηκα και πλησίασα στον πίνακα. Ήταν πιο ψηλά από εμένα και είπα να τον κατεβάσω. Τον έπιασα και τον κατέβασα και τότε από κοντά παρατήρησα το χέρι της κοπέλας το οποίο ήταν ακριβώς μπροστά μου. Ένα καφέ χρώμα στην άκρη του λευκού των νυχιών της το οποίο φαινόταν σαν κάτι να βρίσκεται κάτω από τα νύχια της.
Νόμισα ότι απλά αυτό ήταν τεχνοτροπία για να διαχωρίζει το νύχι στον πίνακα, αλλά το λευκό του νυχιού συνεχιζόταν μετά από αυτό. Άφησα τον πίνακα κάτω και επικεντρώθηκα στην αντανάκλαση που έβλεπα στο τζάμι άλλωστε για τα νύχια σκέφτηκα
«…μπορεί η κοπέλα του πίνακα να μην ήταν η αρχόντισσα της καθαριότητας».
Από κοντά η αντανάκλαση που είχα παρατηρήσει δημιουργούσε και άλλα σχήματα. Πρέπει να την κοίταζα κανένα πεντάλεπτο όταν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι σαν ανθρώπινη μορφή. Ξεχώριζα χέρια, πόδια, κεφάλι αλλά κάτι δεν μου κόλλαγε γιατί φαινόταν σαν άψυχο.
Παραλίγο να μου πέσει ο πίνακας από τα χέρια, όταν με διέκοψε από τις σκέψεις μου για τον πίνακα η φωνή της κολλητής της κοπέλας μου, που με ρώταγε αν προτιμούσα την κοπέλα του πίνακα περισσότερο από αυτήν. Τοποθέτησα τον πίνακα πίσω στην θέση του και γυρνώντας προς την κολλητή της κοπέλας μου της απάντησα με νόημα πως προτιμώ πάντα πιο ζωντανά πράγματα. Η κολλητή της φίλης μου είχε την ίδια σιλουέτα με την κοπέλα του πίνακα και μαύρο ίσιο μαλλί σχεδόν τόσο μακρύ όσο και αυτό της κοπέλας του πίνακα. Η αλήθεια είναι ότι βλέποντας όμως την κολλητή της κοπέλας μου εκεί μπροστά μου να στέκεται με το ροζ μπουρνούζι της μου δημιουργούσε άλλα συναισθήματα πολύ διαφορετικά από αυτά του πίνακα.
Θα ήταν ψέματα να πω ότι δεν αναστατώθηκα βλέποντας την κολλητή της κοπέλας μου να στέκεται εκεί μπροστά μου μόνο με ένα μπουρνούζι και όλες οι σκέψεις που έκανα πριν για αυτήν και την κοπέλα μου ήρθαν κατευθείαν ξανά στο μυαλό μου. Κάθισα κάτω, άρπαξα το ποτό μου και προσπαθώντας να δείξω άνετος την ρώτησα αν χαλάρωσε με το μπάνιο. Εκείνη προχώρησε προς το μέρος μου και ξάπλωσε ακριβώς δίπλα μου. Γυρνώντας στο πλάι για να με βλέπει το μπουρνούζι άνοιξε και το δεξί της στήθος μόλις που καλυπτόταν ενώ ίσα που διέκρινα την θηλή της. Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες ή δεν το είχε καταλάβει αλλά δεν με ενδιέφερε, προτιμούσα να παρακολουθώ αυτό το ωραίο θέαμα για όσο μου προσφερόταν.
Όπως γίνεται κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις για να σπάσω την αμηχανία, την δική μου φυσικά γιατί αμφιβάλλω αν αυτή είχε, την ρώτησα την πιο βλακώδη ερώτηση για το που βρισκόταν η κοπέλα μου. Μου είπε ότι μόλις βγήκε αυτή από το μπάνιο μπήκε η κοπέλα μου και σε λίγο θα βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο φρέσκιες και χαλαρωμένες γυναίκες και θα έπρεπε να αρχίζω να σκέφτομαι πως να το εκμεταλλευτώ. Ακούγοντας την απάντησή της σκέφτηκα ότι τελικά δεν υπάρχουν βλακώδεις ερωτήσεις αλλά βλακώδεις απαντήσεις και αυτή η κοπέλα ήξερε να απαντάει σωστά. Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι και ήλπιζα να είναι πράγματι συνεννοημένες με την κοπέλα μου και να μου προσφέρουν το πιο ωραίο δώρο για πρωτοχρονιά.
«Μήπως τελικά ο Άγιος Βασίλης υπάρχει;»

4

Για αρκετή ώρα μετά η κολλητή της κοπέλας μου, μου εξιστορούσε πως γνώρισε τον φίλο της και ότι ήταν πολύ περίεργος τύπος και ότι αυτό ήταν που την τράβηξε στην αρχή σε αυτόν. Μου είπε ότι πλέον ότι έχει χάσει το ενδιαφέρον της, αλλά πίστευε πως με αυτό το τριήμερο θα έδινε μια τελευταία ευκαιρία στην σχέση τους για να πάρει και τις αποφάσεις της. Εκείνη την στιγμή ακούγοντας αυτά μου ερχόταν να την πλακώσω στις σφαλιάρες, γιατί για να φτιαχτεί αυτή χάλαγε την δική μου πρωτοχρονιά, αλλά σαν να καταλάβαινε τις προθέσεις μου κινήθηκε λίγο προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας λίγο περισσότερο από το υπέροχο στήθος της.
Ενώ αυτή συνέχιζε να μου λέει για την σχέση της εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν αν συνειδητά μου αποκαλύπτει το γυμνό της σώμα ή απλά είναι απορροφημένη από την συζήτηση. Αν το έκανε συνειδητά μήπως τότε αυτό το θέαμα που μου προσφέρει είναι αυτό που εννοούσε όταν έλεγε ότι θα επανορθώσει; Δεν ήθελα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Άλλωστε με τόσα που είχα τραβήξει άξιζα πολύ περισσότερα από το να στραμπουλίξω τα μάτια μου και να φαντάζομαι.
«Έτσι δεν επανορθώνει τίποτα από αυτά που τραβάω» σκέφτηκα.
Έχοντας στο νου ακόμη την έξυπνη απάντησή της στην προηγούμενη βλακώδη ερώτησή μου, βρήκα το θάρρος και την διέκοψα ρωτώντας την για το πως σκέφτεται να επανορθώσει. Εκείνη δεν έδειξε να ξαφνιάζεται καθόλου με την ερώτησή μου και απλά μου συνέστησε να μην είμαι βιαστικός γιατί ο Άγιος Βασίλης δεν ήρθε ακόμα.
Δεν πίστευα στα αυτιά μου και άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως όταν σκέφτομαι σκέφτομαι φωναχτά και δεν το έχω καταλάβει. Πριν λίγο αναρωτιόμουν για τον Άγιο Βασίλη και τώρα αυτή μου το πετάει έτσι ξερά. Θα μπορούσε να ήταν σύμπτωση αλλά τόσες συμπτώσεις σε μια μέρα τις έβρισκα υπερβολικές. Η αποκάλυψη του γυμνού της ποδιού μέχρι τον μηρό με τράβηξε από τις σκέψεις μου και με επανέφερε στην πραγματικότητα που ζούσα εκείνη την στιγμή. Τελικά αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να χαλαρώσω περισσότερο και να ευχαριστηθώ το θέαμα που μου πρόσφερε και να περιμένω μέχρι να έρθει και η κοπέλα μου για να δω τι άλλο μου επιφυλάσσει η νύχτα. Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, η κολλητή της κοπέλας μου σηκώθηκε και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε ότι έπρεπε να πάει μέσα να βγάλει αυτό το βρεγμένο μπουρνούζι.
«Κάνε λίγο ακόμα υπομονή γλυκιέ μου, σε λίγο θα είμαστε και οι δύο δίπλα σου» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι με νόημα και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της.
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε και η κοπέλα μου να βγαίνει από το μπάνιο και να μας ρωτάει φωνάζοντας από το δωμάτιο πως τα περνάμε. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Σε λίγο ήμουν πάλι μόνος μπροστά στο τζάκι απολαμβάνοντας την ζεστασιά από την φωτιά που έκαιγε και από το ουίσκι που έπινα. Είχε τρομερή ησυχία σαν να μην υπήρχε κανείς μέσα στο σπίτι, το μόνο που ακουγόταν ήταν τα ξύλα που καίγονταν. Σηκώθηκα και πλησίασα προς το παράθυρο απέναντι από το τζάκι. Το παράθυρο αυτό έμοιαζε καταπληκτικά με αυτό του πίνακα πάνω από το τζάκι.
Πλησίασα ακόμα περισσότερο και προσπάθησα να δω έξω από το παράθυρο και να διακρίνω τον ορίζοντα που σχημάτιζαν οι κορυφές του δάσους για να δω αν αυτό ήταν που απεικονιζόταν στον πίνακα. Δυστυχώς το πυκνό σκοτάδι που υπήρχε έξω δεν με άφηνε να διακρίνω τίποτα. Έτσι τραβήχτηκα λίγο πίσω και άρχισα να παρατηρώ το παράθυρο για να δω αν είχε κάποιες ομοιότητες με αυτό του πίνακα. Ξαφνικά το αίμα μου πάγωσε και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου καθώς διέκρινα στην δεξιά πάνω γωνία μια αντανάκλαση σαν αυτή που είχα παρατηρήσει στον πίνακα. Ήταν ακριβώς η ίδια αντανάκλαση, τουλάχιστον αυτό νόμιζα, πράγματι καθρεπτιζόταν ένα ανθρώπινο σώμα δεν έκανα λάθος.
Γύρισα απότομα να δω τι καθρεπτιζόταν αλλά τίποτα δεν ήταν εκεί. Περιεργάστηκα τον χώρο προσπαθώντας να δω τι ακριβώς ήταν αυτό που καθρεπτιζόταν και έμοιαζε με άψυχο ανθρώπινο σώμα αλλά δεν μπορούσα να βρω. Γύρισα να ξαναδώ την αντανάκλαση και το σκάσιμο ενός ξύλου με έκανε να αναπηδήσω, το ότι ένοιωθα αυτό το περίεργο συναίσθημα φόβου δεν είναι ψέματα, αλλά η αντανάκλαση είχε αλλάξει. Η αλήθεια είναι ότι είχε αλλάξει και ο φωτισμός μετά το σκάσιμο του ξύλου γιατί είχαν μετακινηθεί τα ξύλα, αλλά αυτό το κατάλαβα αρκετά λεπτά μετά και ενώ πάσχιζα να βρω μια λογική εξήγηση για όλα αυτά που ζούσα αλλιώς θα τρελαινόμουν.
Ξάπλωσα ξανά μπροστά στο τζάκι και τράβηξα μια ρουφηξιά από το ποτό μου και μια τζούρα από το τσιγάρο μου και άρχισα να κάνω πάλι όμορφες σκέψεις για το πρωτοχρονιάτικό δώρο που είχα φανταστεί με τις δύο γυναίκες που βρίσκονταν εκείνη την ημέρα μαζί μου στην καλύβα. Την σκέψη μου διέκοψαν ξαφνικά δύο γλυκύτατες γυναικείες φωνές που με καλούσαν να γυρίσω το κεφάλι μου και να τις δω. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί δεν μπορεί κάποιος να αντισταθεί σε ένα τέτοιο κάλεσμα και σαν μαγεμένος γύρισα προς το μέρος τους.
«Ποια είναι η ποιο αισθησιακή, η πιο ποθητή;» με ρώτησαν σχεδόν με μια φωνή.
Το ημίφως από το τζάκι χρωμάτιζε το δωμάτιο με ένα πορτοκαλοκόκκινο φως το οποίο έντυνε τα πάντα με τις ποιο ζωντανές σκιές καλύπτοντας τις μικρό ατέλειες και προσδίδοντας μια ερωτική ατμόσφαιρα. Οι δυο καλλίγραμμες γυναικείες φιγούρες που στέκονταν εκεί μπροστά μου έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από κάποιο όνειρό μου.
Σαν υπνωτισμένος καθόμουν και απλά κοίταζα αυτό το υπέροχο, σαν από όνειρο, θέαμα, ανίκανος να αρθρώσω έστω και μια λέξη. Το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν ότι μάλλον ονειρευόμουν, γιατί δεν ήταν δυνατόν όλες οι σκέψεις που έκανα μέχρι εκείνη την στιγμή κατά κάποιον τρόπο να γίνονταν σιγά σιγά πραγματικότητα.
Για μια στιγμή πίστεψα ότι όντως με την σκέψη μου επηρέαζα τα γεγονότα και πως θα έπρεπε να αρχίσω να σκέφτομαι πιο τολμηρά πράγματα μπας και γίνουν πραγματικότητα.
«Αυτά δεν γίνονται ούτε στα παραμύθια» σκέφτηκα επαναφέροντας τον εαυτό μου στην πραγματικότητα.
Έχοντας συνέλθει κάπως από το οπτικό σοκ που μου πρόσφερε η εικόνα των δύο κοριτσιών, οργάνωσα την σκέψη μου και ζήτησα από τις δύο κοπέλες να προχωρήσουν λίγο πιο κοντά μου για να τις διακρίνω καλύτερα και να μπορέσω να απαντήσω στο ερώτημά τους.
Σαν ένα σύμπλεγμα από δαντελένιες κορδέλες το άρωμα των δύο κοριτσιών με ακινητοποίησε στη θέση μου. Τελικά δεν ονειρευόμουν. Οι κοπέλες προχώρησαν αργά δύο βήματα προς το μέρος μου με έναν αισθησιασμό που έκαναν την καρδιά μου να κτυπά τόσο δυνατά που νόμιζα οτι ακουγόταν. Η κοπέλα μου φορούσε δύο κόκκινα σοσονάκια και ένα κόκκινο κολλητό βαμβακερό σορτσάκι το οποίο τόνιζε τις καμπύλες του σώματός της και το έκανε να διαγράφει σαν γυμνό πάνω στο ύφασμα. Από επάνω φόραγε ένα κοντό κολλητό βαμβακερό μπλουζάκι με μεγάλο άνοιγμα στον λαιμό που κατέβαινε μέχρι το σημείο που άρχιζε να διαγράφεται το στήθος της, αφήνοντας ακάλυπτους τους μισούς ώμους της. Αν και το στήθος της δεν ήταν μεγάλο το μπλουζάκι αυτό το τόνιζε τόσο ωραία. Προσπάθησα να καταλάβω αν φόραγε εσώρουχα αλλά είμαι σίγουρος ότι και με αυτό το ημίφως θα έπρεπε να ξεχωρίζουν μέσα από αυτό το κολλητό σορτσάκι.
«Διάολε θα με τρελλάνει αυτή η κοπέλα»
Η κολλητή της έστεκε δίπλα της μέσα σε ένα ημιδιάφανο γαλαζοπράσινο σετ εσώρουχων και σε συνδυασμό με το καλογυμνασμένο σώμα της ήταν μια οπτασία. Το κυλοτάκι της ανέβαινε ψηλά στους γλουτούς ψηλαίνοντας τα πόδια της και τονίζοντας τα σφριγηλά οπίσθιά της, Το σουτιέν αγκάλιαζε σφιχτά το στήθος της, δίνοντάς του ένα τέλειο σχήμα και αφήνοντας της θηλές να διαγράφονται προκλητικά πάνω στο λεπτό ύφασμα. Τα λεπτά κορδονάκια του σουτιέν αγκάλιαζαν τον λαιμό και την πλάτη της και κατέληγαν σε ένα απλό δέσιμο που με ένα απλό τράβηγμα της μια άκρης απελευθέρωναν το στήθος της.
«Θεέ μου κάνε να μην είναι Όνειρο»
Καθόμουν εκεί και τις χάζευα χωρίς να ξέρω τι να πω και πως να απαντήσω. Και τις δύο τις έβρισκα το ίδιο αισθησιακές. Η μια σου ξύπναγε κάτι το εφηβικό, το πιο αθώο αλλά συγχρόνως προκλητικό και έτοιμο να σου παραδοθεί. Η άλλη σου πρόσφερε ένα μυστήριο, σου διέγειρε την φαντασία, σε προετοίμαζε για κάτι πολύ «εκρηκτικό» που έπρεπε να το χειριστείς με λεπτές κινήσεις. Αλήθεια τι να απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα. Και αν απαντούσα ότι θεωρώ αισθησιακή μια από τις δύο σίγουρα η άλλη θα αντιδρούσε άσχημα, αν πάλι απαντούσα ότι βρίσκω και τις δύο πολύ αισθησιακές θα μου έλεγαν πως είμαι διπλωμάτης. Τότε θυμήθηκα τις σκέψεις που έκανα πριν όταν ήμουν μόνος
«ο αισθησιασμός μιας γυναίκας δεν κρίνεται μόνο από την όψη της και το τι φοράει αλλά και το πως φέρεται και τι κάνει για να διεγείρει έναν άντρα».
Πλέον ήμουν σίγουρος πως ότι σκεπτόμουν θα γινόταν, οπότε η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει κυριολεκτικά. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για κάποια δευτερόλεπτα και κινήθηκαν με αργές κινήσεις προς το μέρος μου. Η κοπέλα μου ξάπλωσε από τα δεξιά μου ενώ η κολλητή της περνώντας προκλητικά από πάνω μου ξάπλωσε από τα αριστερά μου. Άρχισαν να με χαϊδεύουν απαλά στα μαλλιά στο λαιμό και εγώ το μόνο που έκανα ήταν να κλείσω τα μάτια και να αφεθώ στο όνειρό μου που γινόταν πραγματικότητα. Ένιωσα τα χείλη της κοπέλας μου επάνω στα δικά μου και την κολλητή της να με φιλά απαλά στον λαιμό καθώς τα χέρια τους ήταν χαθεί μέσα στα ρούχα μου και χάιδευαν το σώμα μου.
Ένιωθα να βυθίζομαι σε έναν ωκεανό ηδονικών ερεθισμάτων. Ένιωθα κάθε κύτταρο του σώματός μου να διεγείρεται, να συσπάται, να τρέμει. Ένιωθα εξάρτηση. Κρατούσα κλειστά τα μάτια φοβούμενος μήπως αυτό που ζούσα ήταν ένα όνειρο και αν τα άνοιγα χανόταν. Ένιωσα σιγά σιγά να μου βγάζουν τα ρούχα ξεκινώντας από την μπλούζα μου...όταν ακούστηκε ο κτύπος του ρολογιού στον τοίχο. Ακούστηκε μακρόσυρτος και διέκοψε την σκέψη μου αλλά δεν άνοιξα τα μάτια παρέμεινα εκεί να απολαμβάνω αυτό που συνέβαινε, ήταν δώδεκα η ώρα σκέφτηκα...ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ νασαι καλά φίλε μου που χάθηκες.

5

Οι κοπέλες συνέχισαν να μου προσφέρουν το δώρο τους και βρισκόμουν στον έβδομο ουρανό όταν ξαφνικά ένα κρύο ρεύμα μαστίγωσε το γυμνό μου σώμα. Άνοιξα τα μάτια και γύρισα προς την πόρτα. Εκεί στεκόταν ο χαμένος φίλος μας, που μόλις είχε ανοίξει την πόρτα, χλωμός και φανερά κουρασμένος να μας κοιτά. Βλέποντάς τον δεν ήξερα πραγματικά με ποιόν να τα βάλω, με τον εαυτό μου που τον σκέφτηκε (πραγματικά πίστευα πως ότι σκεφτόμουν γινόταν) ή με αυτόν που ήρθε στην πιο λάθος στιγμή; Εκείνη την στιγμή πραγματικά πολύ θα ήθελα να τον πλακώσω στο ξύλο και να τον πετάξω έξω από την καλύβα. Αλλά με επανέφερα στην τάξη σκεφτόμενος ότι αύριο που θα λείπει πάλι, θα ζητούσα από τις κοπέλες να μου προσφέρουν το δώρο τους ολοκληρωμένο. Άλλωστε αφού αυτές δεν είχαν πρόβλημα ούτε και εγώ θα είχα.
Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα ότι μόλις μπήκε αυτός μέσα οι κοπέλες ως δια μαγείας είχαν εξαφανιστεί. Σαν να ήταν καπνός που τον διέλυσε το κρύο ρεύμα αέρα που άφησε να μπει βιαστικά μέσα η ανοιχτή πόρτα. Θα πήγαν να ντυθούν σκέφτηκα και κοίταξα το ρολόι που έλεγε δώδεκα και πέντε. Σήκωσα τα μάτια μου προς τον νέο φίλο μου και του ευχήθηκα καλή χρονιά εντελώς αψυχολόγητα σαν αντίδραση θέλοντας να τον καλμάρω στην περίπτωση μου με είχε δει με τις δύο κοπέλες.
Αυτός παρέμενε εκεί με ένα παγωμένο βλέμμα και χωρίς να μου δώσει καμία σημασία πέρασε από μπροστά μου και χάθηκε στο δωμάτιό του.
Μόνος για πολλοστή φορά εκείνη την βραδιά άρχισα πάλι να βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Είχαν γίνει τόσα πολλά και τόσα περίεργα μέχρι εκείνη την ώρα που πράγματι αυτή θα ήταν μια αξέχαστη πρωτοχρονιά. Όμως συνειδητοποίησα ότι με την σκέψη και μόνο δεν μπορούσα να κάνω πράγματα οπότε θα έπρεπε να προετοιμάσω ένα σχέδιο για την αυριανή μέρα.
Στην παύση των σκέψεων μου ένιωσα ότι στην καλύβα επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία. Ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν προερχόταν από το τζάκι. Το καυτό κριτς κριτς των ξύλων καθώς καίγονταν έμοιαζε σαν μια απόκοσμη ακαταλαβίστικη ομιλία ή οποία με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερνε να σε αποσπάσει από τις σκέψεις σου και να σε αιχμαλωτίσει παρασέρνοντάς σε σε ένα ταξίδι σε έναν σκοτεινό κόσμο όπου υπήρχαν μόνο αυτοί οι ήχοι.
Ξαφνικά σαν να ξύπνησα από κάποιο ζωντανό όνειρο ένιωσα την παγερή ησυχία που επικρατούσε στην καλύβα. Ήταν πράγματι πολύ περίεργο που δεν ακουγόταν τίποτα. Σηκώθηκα να πάω να δω τι γίνεται και τότε εμφανίστηκε κάνοντας με να παραπατήσω προς τα πίσω η κολλητή της κοπέλας μου. Φορούσε ένα μακρύ μαύρο νυχτικό το οποίο σε συνδυασμό με τα κατάμαυρα μαλλιά της τόνιζε έντονα το λευκό της δέρμα. Προχώρησε προσπερνώντας με και χωρίς να με κοιτάξει κατευθύνθηκε προς το παράθυρο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το τζάκι. Ακούμπησε το αριστερό της χέρι στο παγωμένο τζάμι σαν να προσπαθεί να αισθανθεί κάτι και έμεινε εκεί ακίνητη.
Η εικόνα αυτή μου φαινόταν πολύ γνώριμη. Μήπως ήταν Déja vu; Και όμως δεν ένιωθα σαν να την έχω ξαναζήσει αλλά σαν απλά κάπου να την έχω δει ξανά.
Το αίμα μου τινάχτηκε και κτύπησε δυνατά μέσα στις φλέβες μου κάνοντάς τες να πονέσουν καθώς η καρδιά μου το τίναξε με δύναμη καθώς αυτή συσπάστηκε όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που έβλεπα μπροστά μου το είχα δει να απεικονίζεται στον πίνακα πάνω από το τζάκι. Δεν τολμούσα να γυρίσω πίσω να δω τον πίνακα φοβούμενος να επιβεβαιώσω αυτό που μόλις είχα συνειδητοποιήσει.
Μια ανατριχίλα, σαν εκατοντάδες μυρμήγκια με μεταλλικά πόδια που άρχισαν να τρέχουν από το κέντρο της σπονδυλικής μου στήλης προς κάθε άκρο το σώματός μου, με πάγωσε στο σημείο που στεκόμουν και η καρδιά μου άρχισε να κτυπά δυνατά και γρήγορα σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από αυτό που την κρατούσε δέσμια.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και πλησίασα από πίσω την κολλητή της φίλης μου. Τώρα βρισκόμουν μόλις ένα βήμα πίσω από αυτήν. Το άρωμά της με τύλιξε σε μια δίνη δημιουργώντας μου την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε μια άλλη διάσταση σε μια άλλη εποχή ένας απλός θεατής των όσων διαδραματίζονταν γύρω μου. Ήταν άραγε αυτό που έβλεπα αυτό που απεικόνιζε ο πίνακας;
Στάθηκα εκεί παρατηρώντας με προσοχή την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου σαν να έψαχνα εντελώς ασυναίσθητα να βρω την διαφορά που θα με έβγαζε από αυτές τις περίεργες σκέψεις. Γύρισα την ματιά μου και κοίταξα την πάνω δεξιά γωνία του παραθύρου όπου ξαφνικά είδα να σχηματίζετε η σκιά που είχα δει και στον πίνακα.
Ένιωσα το αίμα να κτυπάει δυνατά εκεί στο πλάι λίγο πιο πάνω από τα μάτια μου και το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει. Ήταν πράγματι το περίγραμμα ενός ανθρώπινου σώματος. Το μεθυστικό άρωμα της κολλητής της κοπέλας μου με έκανε να νιώθω κάθε κίνησή μου και σκέψη μου σαν σε κίνηση μέσα στο νερό, αργή άηχη αναίσθητη. Προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου γύρισα προς τα πίσω για να δω τι προκαλούσε την αντανάκλαση αυτή στο παράθυρο.
Με το που γύρισα αντίκρισα τη κοπελιά μου να στέκεται εκεί μπροστά μου ολόγυμνη και το φως από το τζάκι να διαγράφει τις τέλειες καμπύλες του γυμνού της σώματος και χαρίζοντάς της ένα κιτρινοκόκκινο πύρινο στεφάνι που περιέγραφε την μορφή της.
Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάω το θέαμα. Δεν την είχα δει ποτέ ξανά τόσο όμορφη. Το ξανθό μαλλί της χάιδευε τους ώμους της, ενώ τα πράσινα μάτια της έχοντας ένα αθώο και λάγνο βλέμμα με είχαν υπνωτίσει. Το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές, ήθελα να προχωρήσω προς αυτήν να την αγκαλιάσω και να της κάνω έρωτα αλλά τα πόδια μου δεν έπαιρναν εντολή. Είχα μείνει εκεί παγωμένος σαν κάποιος να με είχε δέσει.
Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα την φιγούρα της κολλητή της να με περνάει, να την πλησιάζει και φτάνοντας μπροστά της να αφήνει το νυχτικό της να πέσει αποκαλύπτοντας το δικό της γυμνό σώμα.
Είχε τον πιο ωραίο κώλο που είχα δει ποτέ. Ήθελα να απλώσω τα χέρια μου και να τον αγγίξω αλλά τίποτα δεν κουνιόταν. Αυτές αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να φιλιούνται και να χαϊδεύονται τόσο ερωτικά. Συνέχιζαν σαν να μην τους ένοιαζε τίποτα ενώ έδειχναν ότι αυτό που έκαναν τους ευχαριστούσε απερίγραπτα.
Ξαφνικά η κολλητή της κοπελιάς μου σήκωσε ελαφριά το κεφάλι της από τον λαιμό της κοπέλας μου και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα που με πρόσταζε να συμμετάσχω στο παιχνίδι τους.
Σαν ένα αόρατο χέρι να έσπασε τα δεσμά μου και ένιωσα τα χέρια μου να κινιούνται βγάζοντας βιαστικά την μπλούζα μου. Στη συνέχεια κατέβασα βιαστικά και την φόρμα μου και έκανα ένα βήμα προς τις δύο γυμνές αιθέριες υπάρξεις.
«Τώρα θα γίνει το όνειρο πραγματικότητα» σκέφτηκα και κινήθηκα γυμνός, πετώντας και το τελευταίο κομμάτι ύφασμα από πάνω μου, προς τα δύο γυμνά γυναικεία κορμιά.
Πλησιάζοντας ένιωσα το άρωμα της γυμνής γυναικείας σάρκας να με σαγηνεύει και ο ρυθμός της ανάσας των δύο κοριτσιών να με ανάβει.
Ήμουν έτοιμος να αγκαλιάσω και τις δύο όταν ένιωσα κάτι να μπερδεύεται στα πόδια μου...
...να χάνω την ισορροπία μου.
...Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και μετά σκοτάδι…

6

«Κατερίνα…Κατερίνα…» μια απομακρυσμένη γυναικεία φωνή με ξύπνησε. Άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να δω. Ο ήλιος που έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο με τύφλωνε και έκλεισα λιγάκι τα μάτια μέχρι να συνηθίσουν το φως του ήλιου.
Ανασηκώθηκα, κατέβασα τα πόδια μου κάτω από το κρεβάτι και κάθισα εκεί να συνέλθω. Λόγω του υπερβολικού μου βάρους (130 κιλά) οι γιατροί μου είχαν συστήσει το πρωί που ξυπνάω να μην κάνω απότομες κινήσεις χώρια ότι ένιωθα ακόμα την ένταση από το όνειρο που με ξύπνησε.
Το στόμα μου ήταν στεγνό και ξερό κάνοντας τον λαιμό να πονάει καθώς κατάπινα. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο ήταν νωρίς ακόμα.
Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Άννα. Το καλλίγραμμο σώμα της και το πλούσιο μαύρο μαλλί της την έκαναν τόσο όμορφη. Βλέποντάς την μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή που κάναμε έρωτα το προηγούμενο βράδυ πριν κοιμηθούμε.
Γύρισα προς το μέρος και της χάρισα ένα χαμόγελο.
Εκείνη μου ανταπόδωσε το χαμόγελο μαζί με ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο/
«Άντε βρε Κατερινιώ μου… τι υπναρού που είσαι θα σηκωθείς επιτέλους; Σε περιμένω τόση ώρα να πάρουμε μαζί το πρωινό».
«Ναι μωρό μου» της αποκρίθηκα «Ετοίμασέ το και έρχομαι να σου διηγηθώ ένα περίεργο όνειρο που είδα»
Η Άννα γύρισε βιαστικά στην κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό μας. Ακούγονταν τα πιάτα και τα πιρούνια καθώς έστρωνε το τραπέζι και μια ντελικάτη μυρωδιά από φρεσκοψημένα κρουασάν βουτύρου ήρθε σαν βοήθεια στην προσπάθειά μου να πείσω τον εαυτό μου να σηκωθεί.
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι και τό πιο εύκολο πράγμα να σηκώνεις 130 κιλά σε δυο πόδια ειδικά μόλις έχεις ξυπνήσει. Όσα χρόνια και να περάσουν δεν συνηθίζεται αυτό. Κάθε πρωί που ξύπναγα θα μου έπαιρνε αρκετό χρόνο μέχρι να νιώσω το αίμα μου να κυλάει στις φλέβες. Κάθε πρωί σηκωνόμουν και καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού ακολουθώντας την ίδιες πλέον κινήσεις σαν ιεροτελεστία. Περίμενα μέχρι να νιώσω το αίμα να πιέζει τις φλέβες στα πόδια μου...να με καίει από την πίεση ξεκινώντας από τα κάτω άκρα και προχωρώντας αργά προς τα πάνω...απλωνόταν σε όλο το σώμα και όταν άρχιζε να ηρεμεί και έμοιαζε σαν ένα απλό ελαφρύ μούδιασμα τότε σηκωνόμουν.
Σηκώθηκα και άρχισα να σέρνω τα πόδια μου προς την κουζίνα. Δεν είναι και ότι πιο εύκολο να κινηθείς πρωί πρωί και ιδιαίτερα όταν έχεις τα περιττά κιλά τα δικά μου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι ακριβώς είναι αυτό που μου βρίσκει η Άννα αλλά ποτέ δεν κατέληγα κάπου και η αλήθεια είναι οτι πάντα φοβόμουν να την ρωτήσω και το άφηνα έτσι.
«Άλλωστε γιατί να μάθω...καλά δεν περνάμε;»
Μόλις μπήκα στην κουζίνα σέρνοντας τα πόδια μου με τύλιξε η απαλή μυρωδιά των κρουασάν που είχε φτιάξει η Άννα ενώ πάνω στο τραπέζι είχε έτοιμα ήδη μαρμελάδες, μέλι, φρυγανιές, μια ομελέτα και ένα μπολ γεμάτο φρέσκο γάλα και τα αγαπημένα μου δημητριακά. Την ωραία αυτή εικόνα συμπλήρωνε η τέλεια φιγούρα της Άννας που καθώς ήταν σκυμμένη πάνω από το φούρνο για να βγάλει τα κρουασάν την έλουζε ο ανοιξιάτικος ήλιος και η άσπρη κολλητή βαμβακερή φόρμα της τόνιζε τα υπέροχα και καλοσχηματισμένα οπίσθιά της τα οποία σπάνια αιχμαλώτιζε σε κάποιο εσώρουχο.
Για λίγα δευτερόλεπτα αμφιταλαντεύτηκα αντικρίζοντας όλο αυτό το θέαμα. Δεν ήξερα από που να αρχίσω. Από την Άννα ή το πρωινό; Ευτυχώς αμέσως συνήρθα και προχώρησα προς την καρέκλα μου και ένιωσα τα γαστρικά μου υγρά να ετοιμάζονται διαλύσουν ότι θα τους πρόσφερα. Άλλωστε δεν θα είχα την απόδοση που θα έπρεπε με την Άννα αν έμενα νηστική. Όταν όμως φάω και χορτάσω θα έχω και τις δυνάμεις και την διάθεση να την στείλω στον έβδομο ουρανό όπως μου λέει όποτε κάνουμε έρωτα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισα να τρώω λαίμαργα όλα αυτά τα καλούδια που μου είχε βάλει μπροστά μου το μωράκι μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά είναι που μου ετοίμαζε τόσο ωραίο πρωινό, δεν το είχε ξανακάνει. «Μάλλον είναι ότι την ικανοποίησα τόσο πολύ εχτές το βράδυ» σκέφτηκα και συνέχισα να τρώω ότι βρισκόταν μπροστά μου. Κάθε φορά γέμιζα το στόμα μου τόσο ασφυκτικά που ίσα που μπορούσα να το κουνήσω. Ένιωθα τόση χαρά που είχα όλα αυτά τα καλούδια μπροστά μου που δεν μπορούσα να αποφασίσω από που να αρχίσω και έτσι έχωνα από όλα και όσα περισσότερα μπορούσα στο στόμα μου. Έτρωγα λες και κάποιος ετοιμαζόταν να μου τα πάρει από μπροστά και δεν θα προλάβαινα.
Ξαφνικά ένιωσα ένα έντονο τράνταγμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου το οποίο τίναξε το κεφάλι προς τα κάτω και παραλίγο να κτυπήσω το κεφάλι μου στο μπολ με το γάλα και τα δημητριακά που είχα μπροστά μου.
Από το τράνταγμα ένιωσα να μου φεύγουν κάποια κομμάτια μασημένης τροφής από το στόμα. Προσπάθησα να καταπιώ αντανακλαστικά, αλλά ένας οξύς πόνος στον λαιμό με εμπόδιζε να καταπιώ κόβοντας την ανάσα μου και εντελώς αντιδραστικά άνοιξα το στόμα μου αφήνοντας την τροφή που είχα μέσα να πέσει στο τραπέζι και να αναπνεύσω.
Ένας κόμπος και αυτός ο οξύς πόνος στο λαιμό με πίεζε και μου προκαλούσε ένα σπασμωδικό ανακλαστικό κούνημα του κεφαλιού μου σαν να θέλω να ξεράσω. Η ανάσα μου δυσκολευόταν ενώ το έντονο κάψιμο που ένιωσα με το τράνταγμα άρχισε να το διαδέχεται ένα ψυχρό ρεύμα που απλωνόταν στο σώμα μου που ξεκινούσε από το κεφάλι μου.
Έφερα το χέρι μου στον λαιμό μου στο σημείο που ένιωθα αυτό τον έντονο πόνο προσπαθώντας να πιάσω το κέντρο του πόνου και να το ζεστάνω με την παλάμη μου όπως κάναμε μικρά παιδιά όταν πέφταμε και χτυπάγαμε στο γόνατο.
Μόλις πλησίασα το χέρι μου ένιωσα να μου τρυπάει την παλάμη, ακριβώς στο κέντρο, κάτι αιχμηρό και ένα καυτό υγρό να καλύπτει την παλάμη μου.
Ο ξαφνικός τρόμος που ένιωσα για την εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό μου από τα σήματα που έστελνε η αφή μου έκαναν την καρδιά μου να αρχίσει να κτυπά σε πολύ γρήγορο ρυθμό και σαν να θέλω να ακυρώσω την εικόνα που μου δημιουργήθηκε με το άγγιγμά μου, τράβηξα απότομα το χέρι μου μακριά από τον λαιμό μου ενώ ταυτοχρόνως όρθωσα την πλάτη μου και την ακούμπησα στην πλάτη της καρέκλας με την ίδια γρήγορη κίνηση.
Έφερα το χέρι μου μπροστά στα μάτια μου. Ήταν καλυμμένο με ένα σκούρο κόκκινο παχύρρευστο υγρό και το κοίταζα σαν να μην πίστευα αυτό που έβλεπα. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο αίμα.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΙΜΑ.
Ο πανικός αστραπιαία κατέλαβε το σώμα μου και το μυαλό μου. Με μια εντελώς μηχανική κίνηση έφερα το ματωμένο χέρι μου πίσω από το κεφάλι μου και εκεί έπιασα σφιχτά την ξύλινη λαβή του μαχαιριού που ήταν καρφωμένο επάνω μου. Η λαβή κόλλαγε από το αίμα και ήταν τόσο ζεστή...προσπάθησα να την τραβήξω προς τα πίσω και ένιωσα ένα πόνο που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια ενώ με την άκρη του ματιού μου είδα αρκετό αίμα να πετάγεται μπροστά, επάνω στο τραπέζι.
Αυτό ήταν το τέλος μου.
Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Το χέρι μου γλίστρησε από τη λαβή του μαχαιριού παρά τη θέληση μου...
...χάνω τις αισθήσεις μου...η όρασή μου...τα βλέπω θολά...διακρίνω την φιγούρα της Άννας...είναι στραμμένη προς το παράθυρο; Δεν με βλέπει;...
«Μαμά μαμά...μην με αφήνεις μαμά» φλάσαρε μπροστά μου η σκηνή όταν έχανα την μητέρα μου...
...νιώθω το σώμα μου να το παίρνει το βάρος προς τα μπροστά...δεν νιώθω τίποτα...ο πόνος έφυγε...δεν κρυώνω πια...
«Μαμά μαμά που είναι ο μπαμπάς» είχα ξεχάσει ότι είχα παιδί....
...το κεφάλι μου χτύπησε δυνατά πάνω στο τραπέζι...ένιωσα ενα δυνατό τράνταγμα...όμως καθόλου πόνο...δεν αισθάνομαι τίποτα...δεν ακούω τίποτα...βλέπω μια θολούρα...
«Έλα μικρή μου...περπάτα»...
Η Άννα ακούγοντας τον κτύπημα του κεφαλιού της Κατερίνας στο τραπέζι ανατρίχιασε και όλο της το σώμα έκανε μια σπασμωδική κίνηση σαν τίναγμα. Δεν γύρισε να κοιτάξει, παρέμεινε εκεί με το απλανές βλέμμα της να κοιτάζει στο πουθενά. Το μυαλό της εκείνη την στιγμή ήταν εντελώς κενό από σκέψεις. Δεν άκουγε και δεν ένιωθε τίποτα.
Είχαν περάσει μόνο πέντε λεπτά από την στιγμή που κρατώντας με τα δυό της χέρια κάρφωνε στον σβέρκο της Κατερίνας της το μαχαίρι.
Σιγά σιγά άρχισε να επανέρχεται...να νιώθει...να ακούει...τρομερή ησυχία...μόνο ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο ακουγόταν όπου έδειχνε 9 το πρωί. Η Άννα ένιωθε σαν να ξύπναγε εκείνη την στιγμή...άρχισε να διακρίνει το απέναντι σπίτι...άρχισε να εστιάζει ξανά. Η ησυχία αυτή έμοιαζε σαν κάθαρση, έμοιαζε να την βγάζει μέσα από ένα βούρκο σάπιων μνημών.
Γύρισε αργά. Ο ήλιος φώτιζε όλο το δωμάτιο με ένα έντονα χρυσαφί χρώμα. Το βάζο πάνω στο τραπέζι με τα λουλούδια που είχε μαζέψει από το κήπο το πρωί η Άννα έδειχναν πιο ζωντανά καθώς φωτίζονταν από τις ηλιαχτίδες. Η ματιά της Άννας σταμάτησε πάνω στα άνθη και θαύμασε την αρμονία των χρωμάτων τους. Οι κόκκινες σταγόνες πάνω στο έντονο κίτρινο των τριαντάφυλλων της θύμισαν τι είχε γίνει πριν 15 λεπτά χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει καθόλου την διάθεσή της.
Η Άννα έκανε ένα βήμα μπροστά και σταμάτησε με καρφωμένο το βλέμμα της στο άψυχο κορμί της μέχρι πριν κάποια λεπτά ερωμένης της.
Κοίταζε το άψυχο κορμί της Κατερίνας
«ήταν τεράστια» σκέφτηκε.
Τώρα που είχε χαλαρώσει το σώμα της Κατερίνας φάνταζε ακόμα πιο μεγάλο
«τι απαίσιο θέαμα αυτό το γεμάτο λίπος σώμα» σιγοψιθύρισε η Άννα με ένα παγωμένο βλέμμα στα μάτια της
Το κεφάλι της Κατερίνας ήταν βυθισμένο σε ένα σπασμένο μπολ και βουτηγμένο σε μια λίμνη αίματος και γάλατος με δημητριακά επάνω στο τραπέζι. Τα χέρια της κρέμονταν τεράστια, μελανιασμένα δείχνοντας προς το πάτωμα. Η λίμνη αίματος που είχε σχηματισθεί στο πάτωμα κάτω από το τραπέζι ταραζόταν κάθε φορά που μια σταγόνα αίμα από το τραπέζι έπεφτε δημιουργώντας διάφορους αρμονικούς σχηματισμούς.
Ξαφνικά η Άννα πετάχτηκε και τα μάτια της έλαμψαν σαν να ξύπνησε από έναν λήθαργο. Ένιωσε το σώμα της να παίρνει ξανά την θερμοκρασία του, το αίμα της να κινείτε στις φλέβες.
«Μα τι κάνω» αναρωτήθηκε.
και κινήθηκε προς το διπλανό δωμάτιο
«πρέπει να μαζέψω όλη αυτή την ανακατωσούρα»
και βιαστικά άνοιξε μια πόρτα και άρχισε να ψάχνει την σφουγγαρίστρα και τα απορρυπαντικά για να καθαρίσει.

7
Το ρολόι έδειχνε 2 το μεσημέρι. Η Άννα ένιωθε έντονη κούραση. Τελικά ήταν πολύ δύσκολο να καθαρίσει όλο αυτό το χαμό και ειδικότερα την μυρωδιά φρέσκου αίματος. Εξουθενωμένη κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο.
«όλα ήταν τέλεια...σαν καινούργια» σκέφτηκε και ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της.
Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο απαλό άρωμα λεβάντας του απορρυπαντικού και στην απέραντη ησυχία που είχε το σπίτι. Ένιωθε τόσο ανάλαφρη. Ένιωθε τόσο ελεύθερη. Ότι θα έκανε από εδώ και πέρα θα το έκανε για τον εαυτό της.
«Είμαι τόσο όμορφη...όλοι οι άντρες με ποθούν. Πώς έμπλεξα έτσι στον έρωτα μιας γυναίκας; Γιατί κατάντησα να είμαι η δούλα της;» αναρωτήθηκε η Άννα ενώ συγχρόνως σηκώθηκε και άρχισε να γδύνεται για να πάει να κάνει ένα μπάνιο να φύγει η βρώμα από πάνω της.
Έβγαλε την λευκή φόρμα της και το ροζ tshirt της και έμεινε γυμνή φορώντας μονάχα ένα μικροσκοπικό λευκό string. Το στήθος της σφιχτό με δύο μικρές καφε-ροζ ρόγες στο μέγεθος ενός μεταλλικού νομίσματος ακολουθούσαν με αρμονία τις καμπύλες της γυμνασμένης κοιλιά της η οποία συνέθετε ένα τέλειο σχήμα σε συνδυασμό με το σφιχτό και μικρό κωλαράκι της. Το γυμνό κορμί της Άννας ήταν ένα τέλειο θέαμα. Καθώς περνούσε από το σαλόνι κοίταξε έξω από την τζαμαρία και είδε στο απέναντι μπαλκόνι εκείνο τον νεαρό να την κοιτάζει μέσα από τα μαύρα του γυαλιά. Είχε καιρό να νιώσει ποθητή. Κοντοστάθηκε και χωρίς να κοιτάζει προς το μέρος του έσκυψε να μαζέψει δύο μαξιλάρια που ήταν πεσμένα κάτω χαρίζοντάς του μια υπέροχη θέα από τα καλλίγραμμα πόδια της και τον τέλειο κώλο της.
Όταν η Άννα ένιωσε ότι του είχε προσφέρει αρκετά για να τον δελεάσει σηκώθηκε και χάθηκε στο μπάνιο χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Αυτόν τον νεαρό τον είχε βάλει πολύ καιρό τώρα στο μάτι «...αλλά με την χοντρή...» που είχε μπλέξει δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Τον είχε δει πολλές φορές που την κοίταζε επίμονα
«σίγουρα με γουστάρει» σκέφτηκε «θα είναι εύκολο να τον καταφέρω και μου χρειάζεται τώρα όσο τίποτα άλλο».
Με τις σκέψεις πως να το πλησιάσει και να τον κάνει δικό της η Άννα βυθίστηκε στην γεμάτη με ζεστό νερό μπανιέρα και αφέθηκε στην χαλάρωση που της πρόσφερε το χάδι του νερού που κάλυπτε το γυμνό της κορμί, η φίνα μυρωδιά του σαπουνιού και το τρεμάμενο υποκίτρινο φως που της πρόσφεραν τα κεριά που είχε ανάψει.
Ξαφνικά η Άννα άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας την έντονη παρουσία κάποιου, κάτι να την κοιτάει, να την παρακολουθεί. «Μέσα στο σπίτι της; Από που; Το μπάνιο δεν έχει παράθυρα» αναρωτήθηκε ενώ ακουμπώντας τα χέρια της στην άκρη της μπανιέρας στηρίχθηκε για να ανασηκωθεί να δει.
Καθώς βγήκε από το νερό ένιωσε ένα ψυχρό ρεύμα αέρα να τυλίγει το γυμνό της κορμί σαν κάτι να ανακάτεψε τον αέρα με την κίνησή του και μια απόλυτη ησυχία σε όλο το σπίτι. Βγήκε με βιαστικές κινήσεις από την μπανιέρα, έβαλε το μπουρνούζι της κοιτώντας συνέχεια από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου σαν να προσπαθεί να διακρίνει κάτι.
Προχώρησε βιαστικά στο δωμάτιο κοιτώντας δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να ανακαλύψει αυτό που την παρακολουθούσε. «Δεν μπορεί...είμαι σίγουρη...το ένιωσα οτι κάτι με παρακολουθούσε...δεν μπορεί να ήταν η ιδέα μου...εδώ πρέπει να είναι ακόμα...δεν άκουσα κάποια πόρτα» και με αυτές τις σκέψεις κινιόταν βιαστικά από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Αφού έλεγξε όλα τα δωμάτια και βεβαιώθηκε ότι τελικά ήταν μόνο η ιδέα της κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Η ξαφνική ένταση μετά από την έντονη χαλάρωση στο μπάνιο την είχε κάνει να νιώθει έτοιμη να εκραγεί. Χαμήλωσε τον φωτισμό στο σαλόνι προσδίδοντας ένα τέλεια χαλαρωτικά θολό κιτρινωπό ημίφως, έβαλε το echoes των Pink Floyd στο στερεοφωνικό πολύ χαμηλά, ίσα που να ακούγεται, ξάπλωσε στον καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο. Οι πρώτες νότες του τραγουδιού και η πρώτη ρουφηξιά από το τσιγάρο άρχισαν να την χαλαρώνουν ξανά και να την ταξιδεύουν. Ακριβώς μπροστά της ήταν η τζαμαρία όπου είχε θέα το σπίτι του νεαρού που είχε βάλει στο μάτι.
Η Άννα παρατηρώντας αρκετή ώρα το γειτονικό σπίτι απόρησε που δεν κανένα φως. «Πολύ περίεργο. Ακόμα και αν δεν ήταν σπίτι κάποιο φως θα έπρεπε να είναι ανοιχτό» σκέφτηκε και έμεινε εκεί κολλημένη να παρατηρεί τον μαύρο όγκο του γειτονικού σπιτιού.
Ξαφνικά έλαμψε το πρόσωπό της στην σκέψη ότι μάλλον επίτηδες ήταν κλειστά τα φώτα απέναντι ώστε να μπορεί ο γείτονας να την παρακολουθεί καλύτερα.
«Ναι. Σίγουρα αυτό είναι.» σκέφτηκε και ένα πονηρό, γυναικείο μειδίαμα στα χείλη της αποκάλυψε την ικανοποίησή της.
Με την σκέψη ότι κάποιος την παρακολουθεί, έλυσε με απαλές κινήσεις το μπουρνούζι της και καθώς σηκώθηκε από τον καναπέ το άφησε να γλιστρήσει πάνω στο γυμνό της κορμί και να καταλήξει στο πάτωμα. Με αργά αλλά σταθερά βήματα και κοιτώντας έντονα προς το σκοτεινό γειτονικό σπίτι προχώρησε προς την τζαμαρία. Καθώς περνούσε δίπλα από τραπεζάκι με τα ποτά έπιασε με το χέρι της το Drambui και με το βλέμμα κολλημένο στο απέναντι σπίτι συνέχισε την πορεία της προς το μεγάλο γυάλινο άνοιγμα του σαλονιού της.
Μόλις έφτασε στο παράθυρο μπροστά ακούμπησε την παλάμη της στο παγωμένο τζάμι γέρνοντας ελαφρά προς τα μπρος και ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος να κάνει όλο της το σώμα να ανατριχιάζει ξεκινώντας από το κέντρο της σπονδυλικής της στήλης και απλώνοντας με τρομερή ταχύτητα σε κάθε σημείο. Ένιωσε το δέρμα της να σφίγγει γύρω από τις ρόγες της.
Σήκωσε απαλά το χέρι της με το οποίο κράταγε το μπουκάλι και το έφερε με απαλές κινήσεις προς τον λαιμό της ενώ συγχρόνως άφησε το κεφάλι της να γείρει προς τα πίσω. Γύρισε το μπουκάλι και άφησε το χλιαρό κρεμώδης υγρό περιεχόμενο να χυθεί στον λαιμό της. Η αίσθηση που από το πρώτο άγγιγμα του ζεστού υγρού την έκανε να κλείσει τα μάτια και καθώς ένιωθε να απλώνεται στο στήθος και να κυλάει χαμηλότερα, στην κοιλιά, στο εσωτερικό των μηρών της, την έκανε να ανατριχιάσει έντονα.
Κατέβασε το χέρι της και άφησε το μπουκάλι να φύγει από το χέρι της και να πέσει στο ξύλινο πάτωμα. Σήκωσε το κεφάλι της με αργές κινήσεις, άνοιξε τα μάτια και κοιτώντας έντονα προς το σκοτάδι απέναντι, πέρασε το δάχτυλό της ανάμεσα στους μηρούς της, στην κοιλιά της, στο στήθος της και ενώνοντας τα δύο δάχτυλα τα έβαλε βαθιά μέσα στο στόμα της κλείνοντας τα χείλη της απαλά γύρω τους.
Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να νιώσει πιο έντονα την γεύση του ποτού, ενώ συγχρόνως άρχισε να τραβάει τα δάχτυλα της προς τα έξω χωρίς να ανοίξει το στόμα της ούτως ώστε ότι υγρό είχαν επάνω τους να μείνει στο στόμα της και να το γευτεί. Μόλις ένιωσε ότι τελείωνε η γλυκόπικρη γεύση από το στόμα της, άνοιξε τα μάτια της και κοιτάζοντας απέναντι στο σκοτάδι χαμογέλασε ελαφρά, ερωτικά και γύρισε να πάει στο δωμάτιό της να ντυθεί.
Η Άννα ήταν σίγουρη ότι ο όμορφος γείτονάς της είχε δει όλη την παράσταση που πρόσφερε ειδικά για αυτόν και ότι την είχε ευχαριστηθεί όσο και αυτή. Με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Έπρεπε να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει γιατί την επομένη είχε σκοπό να γνωρίσει επιτέλους τον όμορφο γείτονα.

8

Η ζεστασιά των πρωινών ηλιαχτίδων που χάιδευαν το ημίγυμνό κορμί της Άννας της πρόσφεραν το πιο γλυκό ξύπνημα. Ήταν το πιο απαλό χάδι που είχε νιώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αυτή η γαλήνια ζεστασιά, η απόλυτη ηρεμία μέσα στο σπίτι και η απουσία της υποχρέωσης να σηκωθεί να κάνει κάτι της πρόσφεραν το πιο ωραίο ξύπνημα και ένα τεράστιο χαμόγελο που φώτισε τα καταπράσινα μάτια της.
Χουζούρεψε λίγο κάτω από τα σκεπάσματα ενώ η ματιά της είχε καρφωθεί στα έντονα χρώματα με τα οποία ο ήλιος φώτιζε τον ουρανό, τα δέντρα, τα λουλούδια.
«Είναι η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Σήμερα θα γνωρίσω επιτέλους τον όμορφο γείτονά μου» σκέφτηκε και πετώντας τα σκεπάσματα από πάνω της με μια κίνηση σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Αφού έφαγε ένα σπέσιαλ πρωινό και απόλαυσε δύο τσιγάρα μαζί με τον καφέ της χωρίς κάποιος να την πρήζει ότι πρέπει να το κόψει, ήρθε η ώρα όπου θα έπρεπε να πάει να ετοιμαστεί. Η σκέψη του τι να φορέσει γύριζε συνέχεια μέσα στο μυαλό της ενώ τώρα προστέθηκε άλλη μια «Τι ακριβώς θα προφασιστώ για την ξαφνική αυτή επίσκεψη μου;».
Η Άννα, έβγαλε το παντελόνι της πιζάμας της και το φανελάκι που φόραγε και τα πέταξε επάνω στο κρεβάτι της. Άνοιξε το συρτάρι της και διάλεξε ένα μικροσκοπικό λευκό string με ένα ροζ φιογκάκι πίσω και το φόρεσε. «Αυτό το string δείχνει πολύ ωραία με την λευκή βαμβακερή φόρμα μου επειδή είναι στενή και τονίζει τον κώλο μου» σκέφτηκε η Άννα και χωρίς δεύτερη κουβέντα έπιασε την βαμβακερή φόρμα με το ροζ σιρίτι στο πλάι και την φόρεσε. Από πάνω φόρεσε ένα ροζ tshirt κολλητό με μήκος που άφηνε την κοιλιά της να φαίνεται ελάχιστα. Έβαλε τα λευκά της αθλητικά παπούτσια και γύρισε να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
Το μαύρο μαλλί της ακουμπούσε απαλά τους ώμους της ενώ τα καταπράσινα μάτια της και τα έντονα ροζ χείλη της την έκαναν τόσο όμορφη.
«Μήπως παραείναι που δεν φοράω σουτιέν» σκέφτηκε η Άννα καθώς παρατήρησε πόσο έντονα διαγράφονταν οι θηλές της κάτω από το μπλουζάκι.
Γύρισε να κοιταχτεί πώς φαίνεται και από πίσω. «Μα είμαι τόσο όμορφη...γιατί να κρύβω ότι ωραίο έχω» σκέφτηκε αποφασιστικά η Άννα και κινήθηκε μακριά από τον καθρέπτη κατευθυνόμενη προς το σαλόνι να πάρει τα κλειδιά του σπιτιού της.
Καθώς έπαιρνε τα κλειδιά της πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού γύρισε και κοίταξε απέναντι στο γειτονικό σπίτι. Δεν έδειχνε να υπάρχει κίνηση. Κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι ήταν δώδεκα η ώρα. «Αποκλείεται να κοιμάται. Κάποια δουλειά θα κάνει μέσα στο σπίτι» σκέφτηκε η Άννα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Μπροστά της ορθωνόταν ο τεράστιος όγκος της πρόσοψης του σπιτιού ντυμένος με κατάλευκο μάρμαρο το οποίο κατέληγε σε μια διακοσμητική αψίδα οκτώ μέτρα πιο ψηλά. Προχώρησε ανεβαίνοντας τα τρία μεγάλα σκαλιά ενδεδυμένα και αυτά με κατάλευκο μάρμαρο και τα οποία οδηγούσαν στην πόρτα εισόδου του σπιτιού. Η είσοδος προφυλασσόταν από μια δύριχτη μαρμάρινη σκεπή στηριζόμενη σε τέσσερις μαρμάρινους κίονες από λευκό μάρμαρο και ενδεδυμένη στο εσωτερικό της με μαύρο γρανίτη.
Η Άννα σήκωσε την ματιά της και κοίταξε τον μαύρο γρανιτένιο όγκο που απλωνόταν από πάνω της. Ένιωσε την ματιά της να μην σταματά στην επιφάνεια αλλά να χάνεται στο βάθος σαν να μην υπάρχει επιφάνεια, σαν να πρόκειται για μια πύλη που οδηγούσε σε κάποιον άλλο κόσμο.
Ξαφνικά επανήρθε συνειδητοποιώντας ότι στεκόταν εκεί αρκετή ώρα. Πάτησε το κουδούνι δίπλα στην πόρτα αλλά δεν ένιωσε και σίγουρη ότι άκουσε αυτό να χτυπάει. Περίμενε για λίγο και καθώς ετοιμαζόταν να το χτυπήσει για δεύτερη φορά άκουσε ένα μεταλλικό τρίξιμο και είδε την πόρτα να ανοίγει αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα στα δεξιά. Κοίταξε με απορία προς την πόρτα για ελάχιστα δευτερόλεπτα περιμένοντας να δει κάποιον να της ανοίγει την πόρτα και να την καλωσορίζει.
Καμία κίνηση.
Σήκωσε το χέρι της και έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα ανοίγοντάς της διάπλατα. Το φως του ήλιου γέμισε την προθάλαμο της είσοδο απότομα σαν με μανία, λες και έμπαινε για πρώτη φορά εκεί μέσα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ένα σκούρο μοβ χρώμα, δεξιά υπήρχε ένας τεράστιος καθρέφτης με μια ξύλινη κορνίζα από ξύλο κερασιάς σκαλισμένη με διάφορα περίεργα σχήματα που σου αιχμαλώτιζαν την ματιά. Ακριβώς απέναντι από τον καθρέφτη ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με ένα άδειο λευκό πορσελάνινο βάζο.
Ενώ η πόρτα ήταν ανοιχτή αφήνοντας ανεμπόδιστα τον ήλιο να μπει στο δωμάτιο, αυτό έδειχνε σχετικά σκοτεινό, σαν κάτι να ρουφούσε όλο το φως που έμπαινε μέσα.
«Περάστε μέσα. Είμαι στο καθιστικό» ακούστηκε μια ανδρική φωνή να την καλεί.
Η Άννα έκλεισε την πόρτα πίσω της και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν γύρω της. Εντελώς αντιδραστικά γύρισε το κεφάλι της πίσω σαν να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Χαμογελώντας από μέσα της για την παιδική της αντίδραση και γυρνώντας το κεφάλι της μπροστά, καθώς τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι και προσπαθώντας να βρει τον δρόμο της παρατήρησε τον καθρέφτη ο οποίος έμοιαζε σαν να φωτίζει με ένα πολύ ελαφρό σκούρο κόκκινο χρώμα.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε ξανά η ανδρική φωνή από το καθιστικό και επανέφερε την Άννα στην πραγματικότητα.
«Καλημέρα» φώναξε με την γλυκιά της φωνή η Άννα βάζοντας και μια πινελιά από νάζι στην χροιά της «είμαι η Άννα και μένω στο δίπλα σπίτι» εξήγησε καθώς προχωρούσε στον διάδρομο που μάλλον οδηγούσε στο δωμάτιο από το οποίο ακουγόταν να έρχεται η ανδρική φωνή.
Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε κανένα αναμμένο φως, τα σκούρα χρώματα στους τοίχους και το σκούρο λούστρο στο ξύλινο πάτωμα το έκαναν το σπίτι πολύ σκοτεινό, ενώ οι διάφοροι πίνακες και τα πολλά κηροπήγια με μισοκαμένα κεριά δημιουργούσαν μια έντονη ατμόσφαιρα που τις έφερναν στο μυαλό εικόνες από ταινίες που εκτελίσσονταν στον μεσαίωνα. Αυτή η ατμόσφαιρα που απόπνεαν οι ταινίες ανέκαθεν τις ένιωθε φιλικές και ευχάριστες προς αυτή, όμως τώρα περπατώντας μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ήρθε να προστεθεί ακόμα ένα συναίσθημα αβεβαιότητος το οποίο ήταν επενδεδυμένο με ελάχιστο φόβο.
«Είπα επιτέλους να γνωριστούμε μιας και είμαστε γείτονες» είπε κάπως δυνατά η Άννα για να μετριάσει την αμηχανία της και μπήκε μέσα στο δωμάτιο που καθόταν ο γείτονάς της.
Το καθιστικό ήταν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο, περίπου σαράντα τετραγωνικά μέτρα με ένα τέλειο τετράγωνο σχήμα. Οι τοίχοι ήταν ψηλοί περίπου στα τέσσερα μέτρα και ντυμένοι από την κορφή μέχρι κάτω με ξύλο κερασιά, με ένα έντονα σκούρο κόκκινο χρώμα, ενώ ένα μεγαλοπρεπές τζάκι με μια μαύρη γρανιτένια επένδυση με έντονες ακμές στόλιζε το μέσον του τοίχου ακριβώς απέναντι από τον διάδρομο που την οδήγησε στο καθιστικό. Ακριβώς στην μέση του ταβανιού υπήρχε ένα κυκλικό αίθριο μεγάλο όσο το μισό ταβάνι και το οποίο υψωνόταν ακόμα δύο μέτρα πάνω. Το αίθριο κατέληγε σε ένα βιτρώ με μια παράσταση μιας μάχης μεταξύ ενός μαύρου και ενός λευκού αγγέλου υπό το βλέμμα ενός πλάσματος με ανθρώπινη μορφή το οποίο καθόταν πάνω σε έναν χρυσό θρόνο και ενός ίδιου πλάσματος ντυμένου όμως με ένα τομάρι λύκου το οποίο στηριζόταν σε ένα τεράστιο σπαθί όπου αίμα κυλούσε στην γυαλιστερή λάμα του βάφοντάς την κόκκινη.
Το πάτωμα ήταν ντυμένο με ξύλο στην ίδια ακριβώς απόχρωση με αυτή στους τοίχους και επάνω του απλωμένα δύο τεράστια χειροποίητα χαλιά τα οποία κάλυπταν σχεδόν όλη την επιφάνεια του δαπέδου και τα οποία απεικόνιζαν κάτι περίεργους σχηματισμούς σαν λαβύρινθο που σου δημιουργούσαν ένα οπτικό άγχος καθώς τα κοιτούσες. Η δεξιά πλευρά από αυτή που μπήκε η Άννα είχε μια πόρτα η οποία δεν φαινόταν με την πρώτη ματιά καθώς ήταν από το ίδιο ξύλο και την ίδια απόχρωση της επένδυσης των τοίχων και χανόταν σε όλο το σύνολο. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε ένα ψηλό παράθυρο που ξεκινούσε περίπου ένα μέτρο από το πάτωμα και κατέληγε σαράντα πόντους από το ταβάνι, ενώ ήταν φαρδύ όσο 3 άνθρωποι μαζί. Το παράθυρο αυτό ήταν ντυμένο με μια λευκή αραχνοΰφαντη κουρτίνα η οποία έπεφτε μέχρι το πάτωμα και την οποία στόλιζε από πάνω μια βελούδινη κουρτίνα με έντονα σκούρο κόκκινο χρώμα και η οποία πιανόταν στα πλαϊνά του παραθύρου από δύο μπρούτζινους γάντζους ένα για κάθε φύλλο της κουρτίνας.
Το μοναδικό φως μέσα στο δωμάτιο προερχόταν από αυτό το παράθυρο. Μπροστά στο παράθυρο στεκόταν όρθιος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Η Άννα για λίγο κοντοστάθηκε κοιτάζοντάς τον. Ήταν με πρόσωπο προς το παράθυρο και με το κεφάλι ελαφρά υψωμένο προς το μέρος όπου θα έβλεπε τον ήλιο αν ήταν ανοιχτή η κουρτίνα. Με το που η Άννα εμφανίστηκε στην είσοδο του δωματίου εκείνος έσκυψε το κεφάλι μπροστά και το γύρισε ελαφρά προς το μέρος της Άννας χωρίς όμως να την κοιτάζει σαν να προσπαθούσε να την ακούσει ή να την μυρίσει.
«Περάστε μέσα. Καλώς ήρθατε» ακούστηκε να την καλωσορίζει με μια ήρεμη και ευγενική φωνή που ενέπνεε δύναμη και εμπιστοσύνη.
Το φως που έμπαινε από το παράθυρο μπροστά του διέγραφε έντονα την φιγούρα του τέλειου σε αναλογίες σώματός του. Ήταν αρκετά ψηλός. Ντυμένος στα μαύρα και με το φως να τον λούζει έδειχνε τόσο επιβλητικός. Μπροστά σε αυτή την εικόνα ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της Άννας χωρίς να το θέλει.
«Σε τι οφείλω την επίσκεψή σας αυτή;» έσπασε την ησυχία η φωνή του όμορφου άντρα καθώς γύριζε αργά προς το μέρος της.
Η Άννα είχε μείνει εκεί αποχαυνωμένη να τον κοιτάει, «από κοντά είναι ακόμα πιο όμορφος» σκέφτηκε και με ένα τρέμουλο στην φωνή της σαν μικρό ερωτευμένο δεκατετράχρονο του απάντησε πως πήρε την πρωτοβουλία, όπως οι καλοί τρόποι προστάζουν, να έρθει να γνωρίσει τον εδώ και ένα μήνα καινούργιο της γείτονα. Αυτός, χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του, που κρυβόταν πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, προχώρησε προς τη δερμάτινη πολυθρόνα που βρισκόταν μπροστά του και απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας την πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι από την δική του προσκάλεσε την Άννα να κάτσει.

«Θα θέλατε να σας κεράσω ένα καφέ; Μήπως ένα τσάι;» πρότεινε ο όμορφος γείτονας στην Άννα με μια φωνή τόσο αισθησιακή που έκανε την Άννα να ανατριχιάσει.
Η Άννα αρνήθηκε ευγενικά και του εξήγησε πως δεν θα ήθελε να φάει περισσότερο από το χρόνο του μιας και η επίσκεψή της ήταν απρογραμμάτιστη. «Ο βασικός λόγος για τον οποίο σας επισκέφθηκα σήμερα ήταν για να σας προσκαλέσω σήμερα το βράδυ σε δείπνο και να μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα» αποκρίθηκε η Άννα προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της. «Είμαι σίγουρη ότι με έχει καταλάβει έτσι όπως θα έχω κοκκινίσει» σκέφτηκε ή Άννα. «Άλλο να δίνεις παράσταση όπως εχτές το βράδυ πίσω από τον τζάμι σε έναν άγνωστο και άλλο να τον έχεις εκεί μπροστά σου...Είναι τόσο κούκλος».
«Ευχαριστώ πολύ. Θα αποδεχθώ την πρόσκλησή σας αγαπητή μου» αποκρίθηκε ο όμορφος γείτονας διακόπτοντας τις σκέψεις της Άννας. «Τι ώρα θα θέλατε να έρθω;».
«Θα σας περιμένω γύρω στις 9. Ελπίζω να μην έχετε κάποια ιδιαίτερη διατροφική συνήθεια. Έλεγα να φτιάξω κρέας.» του απάντησε η Άννα με ευδιάκριτο ενθουσιασμό στην φωνή της ενώ συγχρόνως σηκωνόταν κάπως βιαστικά και εντελώς αμήχανα από το κάθισμά της.
«Τρώω τα πάντα» αποκρίθηκε ο όμορφος άντρας. «Και έχω ιδιαίτερη αγάπη στο κρέας το οποίο και το προτιμώ πολύ ελαφρά ψημένο για να μην στεγνώνει και να κρατάει την πραγματική του γεύση».
«Πολύ ωραία.» αποκρίθηκε η Άννα «Τώρα θα πρέπει να σας αφήσω για να πάω να ετοιμαστώ για το βράδυ».
«Προτού φύγετε θεωρώ ότι θα έπρεπε να σας συστηθώ. Βίκτωρ» αποκρίθηκε ο όμορφος άντρας και σηκώθηκε προτείνοντας το χέρι προς την Άννα ή μάλλον όχι ακριβώς προς την Άννα. Με την έκπληξη να ζωγραφίζεται έντονη στο πρόσωπό της η Άννα μετακινήθηκε ένα βήμα πιο αριστερά «Εμένα με λένε Άννα» του απάντησε ενώ τον κοίταζε σαν να είχε δει φάντασμα. «Είναι τυφλός. Είναι ΤΥΦΛΟΣ!!!» σκέφτηκε τόσο δυνατά η Άννα που νόμισε ότι οι σκέψεις της ακούστηκαν.
«Άννα, θα ήθελα επίσης να σου ζητούσα να μιλάμε στον ενικό και να αφήσουμε τον άχαρο και απόμακρο πληθυντικό.» της πρότεινε ο Βίκτωρ.
«..εε..ε...ναι βεβαίως...εε...σίγουρα...ναι Βίκτωρ» του απάντησε εμφανώς αμήχανα η Άννα.
«Λοιπόν θα τα πούμε το βράδυ. Θα μου επιτρέψεις όμως να μην σε συνοδεύσω αυτή τη φορά μέχρι έξω» της αποκρίθηκε ο Βίκτωρ.
«Μην σε απασχολεί» απάντησε με κάπως βιαστικό τόνο η Άννα και γυρνώντας απότομα προς τα πίσω κινήθηκε με γοργό βήμα σαν κάτι να την κυνηγάει προς την έξοδο.

9

Η Άννα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε πάθει. Μα πως δεν το είχε καταλάβει τόσο καιρό ότι ήταν τυφλός. Σκέψεις διάφορες γέμιζαν το μυαλό της. Τώρα εξηγείται γιατί έμοιαζε να είναι καρφωμένος επάνω της κάθε φορά που τον έβλεπε στο μπαλκόνι. Τώρα εξηγείται γιατί το βράδυ το σπίτι ήταν θεοσκότεινο. «Μα τι ηλίθια που είμαι.» σκέφτηκε η Άννα. «Μου αρέσει που ήθελα να τον σαγηνεύσω εχτές το βράδυ χορεύοντας γυμνή εμπρός στο παράθυρο». Με αυτές και με αυτές τις σκέψεις έφτασε σπίτι της, άνοιξε βιαστικά την πόρτα και μπήκε μέσα. Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω της, έγειρε επάνω της ακουμπώντας με την πλάτη της και κάθισε εκεί κοιτώντας την πόρτα της κουζίνας στο τέλος του διαδρόμου με το μυαλό της να επεξεργάζεται ότι είχε συμβεί.
Ξαφνικά ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της. «Και τι έγινε που είναι τυφλός. Ίσα ίσα που το σχέδιό μου γίνεται πιο εύκολο. Και αν υπολογίσεις ότι είναι ακόμα πιο κούκλος από κοντά. Τελικά ίσως τα πράγματα να είναι πολύ καλύτερα» σκέφτηκε η Άννα και με ένα πλατύ χαμόγελο που την ομόρφαινε υπερβολικά, προχώρησε βιαστικά προς την κουζίνα για να ετοιμάσει το σπέσιαλ δείπνο του καλεσμένου της.
Είχαν περάσει πέντε ώρες από την στιγμή που μπήκε στην κουζίνα και επιτέλους ήταν όλα έτοιμα. Το μπούτι σιγοψηνόταν και στις εννιά θα ήταν έτοιμο για σερβίρισμα, ξεροψημένο απέξω και μέσα να κρατάει αρκετά, με το αιματάκι του να δίνει γεύση. Η τραπεζαρία είχε στρωθεί με το καλό σερβίτσιο. Τρία διαφορετικά κρασιά βρισκόντουσαν στην ειδική θήκη για να κρατιούνται στην κατάλληλη θερμοκρασία. Τα CD που θα παίξουν μουσική είχαν επιλεγεί. Όλα ήταν στην θέση τους.
Η Άννα κοίταξε το ρολόι που φορούσε στο αριστερό της χέρι και τότε συνειδητοποίησε ότι της έμενε μόνο μία ώρα να ετοιμαστεί. «Πώ, πώ πότε θα προλάβω να ετοιμαστώ και εγώ» σκέφτηκε με τον πανικό να την κυριεύει τρέχοντας προς το μπάνιο. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βγήκε από το μπάνιο φορώντας το μπουρνούζι της όταν ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας.
«Ποιος να είναι άραγε» αναρωτήθηκε η Άννα και γυρνώντας το κεφάλι της κοίταξε το ρολόι του στον τοίχο του δωματίου της για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε πάει ακόμα εννιά. Με βιαστικές κινήσεις και δένοντας καλύτερα το μπουρνούζι της κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε ένα θέαμα που την έκανα να βγάλει μια μικρή κραυγή έκπληξης. Εκεί μπροστά της βρίσκονταν απλωμένα τουλάχιστον 1000 μπουμπούκια από κόκκινα τριαντάφυλλα.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Τι ωραίο θέαμα. «Πόσο ωραία μυρίζουν» σκέφτηκε η Άννα και έφερε στο νου της την όμορφη παρουσία του Βίκτορα. Έσκυψε για να πιάσει το φάκελο που ήταν στηριγμένος στα μπροστινά τριαντάφυλλα, τον άνοιξε, έβγαλε σιγά την κάρτα που ήταν μέσα σαν αυτή να ήταν από κάποιο φίνο κρύσταλλο και πρόσεχε μην το χαράξει.
Καθώς την διάβαζε ήταν σαν να άκουγε την τόσο αισθαντική φωνή του Βίκτορα να της λέει
«1000 μπουμπούκια τριαντάφυλλων από μόνα τους είναι αδύνατον με το άρωμά τους και την εικόνα τους να προσφέρουν τα συναισθήματα που μπορεί να προσφέρει η παρουσία σου και το άρωμά σου σε κάποιον. Όμως 1000 μπουμπούκια δίπλα σε εσένα και γύρω από εσένα δίνουν νόημα στην ύπαρξη αυτών».

Η Άννα κοιτώντας το χαλί από τα κόκκινα τριαντάφυλλα που απλωνόταν μπροστά της και με τα λόγια της κάρτας στο μυαλό της έσκυψε και πήρε όσα χώραγαν στην αγκαλιά της, τα μύρισε και γύρισε μέσα στο σπίτι. Δεν είχε πολύ ώρα έπρεπε να ετοιμαστεί. Ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι ξανά στην ζωή της. Δεν το πίστευε. Νόμιζε ότι ήταν όνειρο και παρακαλούσε να μην ξυπνήσει από αυτό. Μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο πέταξε τα τριαντάφυλλα επάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ντύνετε.
Σε μισή ώρα ήταν μπροστά στον καθρέφτη και κοιτούσε τον εαυτό της. Ένιωθε τόσο όμορφη. Είχε καιρό να νιώσει έτσι. Ήταν όμορφη. Κοίταζε τον καθρέφτη σαν μην είχε ξαναδεί τον εαυτό της. Έβλεπε την εικόνα της να καθρεπτίζεται φορώντας μια μαύρη τουαλέτα από μετάξι η οποία τόνιζε της τέλειες αναλογίες της καθώς ακουμπούσε απαλά στις καμπύλες της ενώ το λευκό της δέρμα συνέθετε μια τέλεια εικόνα καθώς έδινε τον απαιτούμενο φωτισμό στο κατάμαυρο φόρεμα για να φανεί.. Την εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη ολοκλήρωναν τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα που της είχε στείλει ο Βίκτωρ και αυτή είχε πετάξει πριν λίγο επάνω στο κρεβάτι. Στον καθρέφτη φαινόταν μόνο αυτή και απλά τα κόκκινα τριαντάφυλλα να την πλαισιώνουν.
«Μα κατάφερα και χώρεσα τόσα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά μου;» αναρωτήθηκε η Άννα και γύρισε πίσω να δει καθώς εκείνη την στιγμή ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας.
Σαν να ξαφνιάστηκε η Άννα κοίταξε το γυάλινο ρολόι στον τοίχο. «Ο Βίκτωρ είναι» σκέφτηκε και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη κινήθηκε γρήγορα προς την εξώπορτα. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε τον Βίκτορα νιώθοντας σαν μικρό κοριτσάκι στο πρώτο της ραντεβού.
«Ευτυχώς που δεν μπορεί να με δει» σκέφτηκε η Άννα καθώς είχε κοκκινίσει ολόκληρη.
«Καλησπέρα καλώς ήρθες. Πέρασε» τον καλωσόρισε η Άννα και άνοιξε την πόρτα για να περάσει κάνοντας στην άκρη.
«Ευχαριστώ, χαίρομαι που θα τα πούμε ξανά» αποκρίθηκε ο Βίκτορας και έκανε ένα βήμα μπροστά φτάνοντας ακριβώς δίπλα της όπου και σταμάτησε.
Ήταν μόλις ένα εκατοστό μπροστά της. Το άρωμα του και η επιβλητική του παρουσία έκαναν την Άννα να τρέμει, η καρδιά της χτύπαγε τόσο δυνατά. «Μα τι έχω πάθει» αναρωτήθηκε «ούτε μικρό κοριτσάκι να ήμουν» και τραβήχτηκε ασυνείδητα κάποια χιλιοστά προς τα πίσω φοβούμενη μήπως ο Βίκτωρ νιώσει πόσο έτρεμε. Εκείνος γύρισε και έσκυψε αργά προς το μέρος της. Η Άννα ένιωσε την καυτή ανάσα του στο λαιμό της. Το άρωμά του της έκοψε την ανάσα. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τα χείλη του να την ακουμπούν ανεπαίσθητα στο αυτί και τον άκουσε να της ψιθυρίζει «θα με βάλεις μέσα;». Ένα ρίγος και μια ανατριχίλα κυρίευσαν το σώμα της. Της είχε κοπή η φωνή. Είχε μείνει εκεί αποχαυνωμένη μέχρι που ένιωσε να της πιάνει απαλά το χέρι. Άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά στην πραγματικότητα. «Με συγχωρείς Βίκτωρ. Ξεχάστηκα» του απάντησε η Άννα προσπαθώντας να κρύψει την αναστάτωσή της και κρατώντας τον από το χέρι τον οδήγησε στο σαλόνι.
Όλα πήγαιναν ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει και ένιωθε τόσο ευτυχισμένη. Ο Βίκτωρ ήταν τόσο καλός συνομιλητής και τόσο καλός στην παρέα. Η Άννα ένιωσε να χάνετε στα λόγια του κάθε φορά που μιλούσε. Ήθελε να τον ακούει ώρες. Με αυτή την όλο ηρεμία ελαφρά μπάσα φωνή του, την έκανε να ταξιδεύει.
«Μήπως είμαι ερωτευμένη;» αναρωτήθηκε κοιτώντας τον Βίκτωρ καθώς συζητούσαν.
«Λοιπόν είναι ώρα να φάμε νομίζω» διέκοψε τον Βίκτωρ η Άννα και σηκώθηκε για να πάει να φέρει τα φαγητά.
Πρώτα έφερε μια μεγάλη πορσελάνινη πιατέλα ζωγραφιστή στο χέρι η οποία περιείχε ρόκα, σταφίδες, μπαλσάμικο ξύδι και ψιλές κομμένες φέτες τυρί ρεγκάτο. Ακολούθησε μια πιατέλα με μανιτάρια αλά κρεμ, δύο μικρά μπολάκια με δύο μπάλες ανθότυρο διακοσμημένες με ένα φύλλο βασιλικό και μια μεγάλη πιατέλα όπου περιείχε το κυρίως πιάτο το οποίο ήταν καλυμμένο με μία καφεκκόκκινη σάλτσα με έντονη μυρωδιά γαρίφαλου και γαρνιρισμένο με εικοσιπέντε στρογγυλές ξανθοκίτρινες πατάτες.
«Θέλω να μου πεις αν το πέτυχα Βίκτωρ γιατί εγώ δεν τρώω κρέας» είπε η Άννα καθώς τον παρατηρούσε για να δει τις αντιδράσεις του.
Ο Βίκτωρ έφερε μια μικρή μπουκιά κοντά στην μύτη του και την περιεργάστηκε για αρκετή ώρα σαν να προσπαθούσε να το γευτεί μόνο με την όσφρηση. Η Άννα καθόταν απέναντί του κοιτώντας τον ανήσυχη και αναρωτώντας τον εαυτό της γιατί δεν έτρωγε την μπουκιά του.
Ο Βίκτωρ αφού έδειξε να ικανοποιείται από την μυρωδιά άνοιξε το στόμα του και άφησε την μπουκιά να πέσει μέσα. Η καρδιά της Άννας ήταν έτοιμη να σπάσει. «Τώρα είναι η ώρα της αλήθειας» σκέφτηκε και έμεινε εκεί καρφωμένη να τον παρατηρεί καθώς μάσαγε την μπουκιά του.
«Λοιπόν είναι πάρα πολύ ωραίο το φαγητό σου. Είναι ότι πιο ωραίο έχω δοκιμάσει εδώ και πάρα πολύ καιρό με τόση ιδιαίτερη γεύση. Έτσι μου έρχεται να σε προσλάβω για προσωπική μου μαγείρισσα» είπε ο Βίκτωρ χαμογελώντας και άρχισε να τρώει με έκδηλη την ευχαρίστηση στο πρόσωπό του και μια αναπάντεχη, για την Άννα, μανία.
Η Άννα στο άκουσμα της ικανοποίησης του Βίκτωρ άφησε να φύγει μια ανάσα ικανοποίησης από το στόμα της και με αρκετή ηρεμία πλέον ξεκίνησε να τρώει ότι είχε στο δικό της πιάτο.
«Πολύ ευχαρίστως να σου μαγειρεύω Βίκτωρ.» του απάντησε η Άννα.
«Για τις επόμενες μέρες τουλάχιστον θα τρως εδώ, εντάξει;» του είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο και άρχισε να του περιγράφει τις διάφορες συνταγές που θα του πρόσφερε.

10

Συνέχισαν να κουβεντιάζουν για αρκετή ώρα και με την βοήθεια ενός κόκκινου ημίγλυκου κρασιού είχαν χαλαρώσει αρκετά και άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα ο ένας με τον άλλον.
«Αλήθεια πως είναι να μην βλέπεις:» ρώτησε ξαφνικά η Άννα. Η ερώτησή της πετάχτηκε λες και περίμενε όλο το βράδυ να ακουστεί. Ο Βίκτωρ δεν φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Έφερε το δεξί του χέρι κοντά στο πρόσωπό του και έβγαλε αργά τα γυαλιά του. Είχε δύο μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια με τέλειες βλεφαρίδες. Η Άννα είχε μείνει αποσβολωμένη να τον κοιτάει. Ήταν τόσο όμορφος. «Δεν το πιστεύω πόσο όμορφος είναι» σκέφτηκε «κρίμα που τα μάτια του είναι τόσο άψυχα».
«Δεν γεννήθηκα τυφλός Άννα. Κάποτε έβλεπα» αποκρίθηκε ο Βίκτωρ στρέφοντας το πρόσωπό του προς αυτήν.
«Το ότι κάποτε έβλεπα με κάνει να αξιολογώ καλύτερα την κατάστασή μου».
«Υπάρχουν αρκετά αρνητικά στο ότι είμαι τυφλός αλλά έχουν να κάνουν μόνο με την συνήθεια, με την κίνησή μου, με την ανεξαρτησία μου. Όμως αυτά με τον καιρό ξεπερνιούνται και δεν σε στεναχωρούν πλέον».
«Όμως ανακάλυψα ότι η κατάστασή μου έχει ένα θετικό που υποσκελίζει τα πάντα. Χάνοντας την όρασή του κάποιος χάνει τον πρωταρχικό καταλύτη των συναισθημάτων του. Η όραση είναι η πιο εγωιστική αίσθηση. Φιλτράρει τα πάντα και περιορίζει συναισθήματα. Έχοντας την όρασή σου ερωτεύεσαι αυτό που βλέπεις. Γεύεσαι μόνο αυτό που σε προκαλεί οπτικά. Ακουμπάς μόνο ότι νομίζεις ότι θα σου αρέσει. Οσφραίνεσαι μόνο οτι βλέπεις. Έτσι θέλεις δεν θέλεις η όραση σε περιορίζει και ποτέ δεν πρόκειται να ερωτευθείς πραγματικά. Να γευτείς, να μυρίσεις αληθινά. Ζεις και πιστεύεις ότι βλέπεις. Ξεχνάς οτι έχεις την δυνατότητα να νιώθεις.»
«Τώρα ξέρω ότι όταν ερωτευθώ θα ερωτευθώ πραγματικά και ολοκληρωτικά. Θα ερωτευθώ την φωνή της γιατί όταν θα την ακούω να μιλάει θα νιώθω να πάλετε όλο μου το κορμί στον τόνο της. Θα ερωτευθώ το άρωμά της γιατί όταν θα την μυρίζω θα ξέρω οτι είμαι στην αγκαλιά της. Θα ερωτευθώ την γεύση της γιατί θα ξέρω ότι όταν θα της κάνω έρωτα θα γινόμαστε ένα. Θα ερωτευθώ το σώμα της και την αίσθηση που θα μου δίνει κάθε εκατοστό όταν την αγγίζω και θα αναγνωρίζω ότι είναι αυτή και μόνο αυτή. Θα ερωτευθώ τον τρόπο της, την σκέψη της, την συμπεριφορά της, την ανάσα της, το χάδι της και όλα αυτά που αν είχα την όραση μου δεν θα τα έβλεπα γιατί θα καλύπτονταν πίσω από την εικόνα της».
«Και σίγουρα όταν ερωτευθώ όλα αυτά...τότε η εικόνα με την μορφής της που θα δημιουργήσω στο μυαλό θα είναι πραγματικά αυτή...»
«Θα είναι η πιο όμορφη γυναίκα που θα υπάρχει στον πλανήτη»
Η Άννα είχε μείνει εκεί αποσβολωμένη να τον κοιτάει. Δεν ήθελε να σταματήσει να τον ακούει. Είχε χαθεί και ταξίδευε στα λόγια του. «Πόσο θα ήθελα να είμαι αυτή που θα ερωτευθείς Βίκτωρ» σκέφτηκε δυνατά η Άννα κοιτώντας τον στα μάτια και αμέσως κοκκίνισε γιατί ήταν τόσο δυνατή η σκέψη της που νόμιζε ότι την άκουσε.
Ο Βίκτωρ έβαλε τα γυαλιά του ξανά, χαμογέλασε ελαφρά προς την Άννα. «Είναι ώρα να φεύγω. Θα τα πούμε αύριο ξανά Άννα μου. Εντάξει; Σε ευχαριστώ για όλα» της είπε και σηκώθηκε όρθιος.
«Φυσικά και θα τα πούμε αύριο, αφού στο υποσχέθηκα» του απάντησε κάπως αναστατωμένα η Άννα. «Έλα να σε βγάλω έξω» του είπε και το έπιασε από τον χέρι να τον βοηθήσει.
Ανοίγοντας την πόρτα η Άννα κοντοστάθηκε και με όλο απορία τον ρώτησε «Πως θα πας μέχρι το σπίτι;». Μέχρι τότε δεν είχε αναρωτηθεί, κοιτώντας όμως την απόσταση από το δικό της σπίτι στο σπίτι του Βίκτορα και το φιδωτό δρομάκι που απλωνόταν μπροστά τους από την πόρτα εισόδου της μέχρι την άκρη του οικοπέδου και το οποίο έπρεπε να διασχίσει αποφεύγοντας τον μικρό ξύλινο φράχτη που το όριζε την έκανε να ανησυχήσει αν θα τα κατάφερνε και πως.
Ο Βίκτωρ της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο, την έπιασε από τους ώμους και σκύβοντας της έδωσε ένα απαλό φιλί σε κάθε μάγουλό της. «Μην ανησυχείς, έχω μαζί μου τον Άριελ για να με πάει σπίτι» της αποκρίθηκε καθώς με ένα διπλό κτύπημα της παλάμης του στο πλάι του μηρού του εμφανίστηκε ξαφνικά ένα κατάμαυρο Βελγικό λυκόσκυλο το οποίο πήγε και κάθισε στα δεξιά του δίπλα ακριβώς στο πόδι του.
«Λοιπόν καληνύχτα γλυκιά μου» άκουσε τον Βίκτωρ να της λέει και τον είδε να χάνεται σιγά σιγά στο σκοτάδι.
«Πόσο θα ήθελα να κοιμόμουν στην αγκαλιά σου σήμερα Βίκτορα» σκέφτηκε η Άννα κλείνοντας την πόρτα.
Εκείνη την στιγμή αποφάσισε να πάει κατευθείαν για ύπνο, να ξαπλώσει και να ονειρευτεί τον Βίκτορα. Τα πιάτα και το συμμάζεμα θα μπορούσαν να περιμένουν μέχρι το άλλο πρωί.

11

Το επόμενο πρωί η Άννα ξύπνησε με τρομερά χαρούμενη διάθεση, σήμερα θα του έκανε πάλι το τραπέζι και θα τον έβλεπε.
Σηκώθηκε χωρίς καθυστέρηση και άρχισε τις ετοιμασίες, ήθελε να είναι όλα τέλεια. Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει εφτά το απόγευμα και στις εννιά, σε δύο ώρες από τώρα, θα ερχόταν ο Βίκτωρ.
Η Άννα με μια εντελώς ανάλαφρη διάθεση σαν να μην έχει κουραστεί καθόλου όλη μέρα μπήκε στο μπάνιο για να ετοιμαστεί και αυτή. Κατά τις 8 και ενώ μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο της ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Δένοντας βιαστικά το μπουρνούζι της, η Άννα έτρεξε προς την εξώπορτα. Ήταν σίγουρη ότι πάλι ο Βίκτορας θα την αιφνιδίαζε με κάποια κίνησή του. Ανοίγοντας την πόρτα της δεν κατάφερε να συγκρατήσει μια μικρή κραυγή ενθουσιασμού και έκπληξης.
Μπροστά της απλώνονταν τουλάχιστον 1000 δίχρωμες τουλίπες με έντονο πορτοκαλί χρώμα κοντά στον μίσχο το οποίο κατέληγε σε ένα σκούρο κόκκινο χρώμα στη μέση του φύλλου.
«Οι δίχρωμες τουλίπες είναι ότι πιο σπάνιο σε λουλούδι» σκέφτηκε η Άννα καθώς σήκωνε από κάτω τον φάκελο για να διαβάσει το μήνυμα του Βίκτορα.
«Η σπανιότητα των πιο ωραίων πραγμάτων δεν συγκρίνεται με την μοναδικότητα κάποιων. Όσο σπάνιο και αν είναι κάτι μπορείς να το βρεις σε ποσότητα. Εσύ όμως είσαι μοναδική.»
Η Άννα δεν ήξερε πλέον πως ένιωθε. Τα είχε χάμενα. Δεν πίστευε αυτό που ζούσε. Πήρε όσες τουλίπες μπορούσε να χωρέσει στα χέρια της και μπήκε μέσα να στολίσει το σπίτι της. Σε λίγο θα ερχόταν ο Βίκτορας.
Ακριβώς στις εννιά η ώρα κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και η Άννα έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Με το που άνοιξε την πόρτα έπεσε στην αγκαλιά του Βίκτορα και άρχισε να τον φιλάει στα μάγουλα. Ο Βίκτωρ έδειξε κάπως αιφνιδιασμένος από την αντίδρασή της. «Σε ευχαριστώ τόσο πολύ και για τα λουλούδια αλλά και για τα τόσο ωραία λόγια που μου έχεις γράψει» του είπε η Άννα και πιάνοντάς τον από τον χέρι τον οδήγησε μέσα στο σπίτι.
Ο Βίκτωρ έμεινε τρομερά ικανοποιημένος και αυτή την φορά από την σούπα με κομματάκια συκώτι που είχε φτιάξει η Άννα για πρώτο πιάτο και τα σκαλοπίνια αλά κρεμ που ακολουθούσαν.
Αφού τελείωσαν το φαγητό η Άννα χαμήλωσε τα φώτα, πήρε τον Βίκτωρ και έκατσαν κάτω σε δύο μεγάλες μαλακές μαξιλάρες μπροστά στο τζάκι. Άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, γέμισε τα ποτήρια τους και του ζήτησε να της συνεχίσει την χτεσινή κουβέντα.
Ο Βίκτωρ για λίγο δεν μίλησε, έφερε με αργές κινήσεις το ποτήρι με το κρασί κοντά στην μύτη του, το μύρισε και ήπιε αργά μια μικρή γουλιά από το κρασί του. Σαν να μπορούσε να δει την Άννα γύρισε προς το μέρος της και της είπε «Θα κάνω κάτι πολύ καλύτερο από το να σου περιγράψω τι νιώθω και τι βλέπω. Θα σε κάνω να νιώσεις το ίδιο» και προτού τελειώσει την κουβέντα του σηκώθηκε βγάζοντας ένα σκούρο μπλε μεταξωτό μαντήλι το οποίο το τύλιξε γύρω της καλύπτοντας τα μάτια της.
Η Άννα ξαφνιάστηκε και ανασήκωσε τα χέρια της εντελώς αντιδραστικά για να βγάλει το μαντήλι που κάλυπτε τα μάτια της, όμως η ήρεμη φωνή του Βίκτορα που της ψιθύρισε στο αυτί «αφήσου στα χέρια μου γλυκιά μου να σε ταξιδέψω» την έκανε να χαλαρώσει και να μην φέρει καμία αντίσταση. Ένιωθε σαν να μην είχε καμία δύναμη, σαν να είχε παραλύσει και να μην μπορούσε να αντιδράσει. Ήταν έρμαιό του.
Αλήθεια ήθελε να αντιδράσει; Αναρωτήθηκε η Άννα όταν ένιωσε να ανατριχιάζει σε κάθε εκατοστό του κορμιού της, όταν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της στη βάση του λαιμού της. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί ένιωθε το άρωμα του Βίκτορα να την τυλίγει από παντού, ένιωθε ένα απαλό άγγιγμα σε διάφορα σημεία όπου το σώμα της ήταν γυμνό από ρούχο.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν και ένα πρωτόγνωρο για αυτήν συναίσθημα ηδονής άρχισε να την κυριεύει. Ξαφνικά ένιωσε τα χείλη του να την ακουμπούν απαλά στον λαιμό. Ένιωθε να την καίνε. Ένιωσε να κινούνται ελάχιστα σαν να ανοίγουν και το υγρό άγγιγμα της γλώσσα του την έκανε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Άκουσε την ανάσα του δίπλα στο αυτί της και ένιωθε την παρουσία του γύρω της. Ένιωσε τα δυό του χέρια να την αγκαλιάζουν και να την χαϊδεύουν πολύ απαλά σχεδόν ανεπαίσθητα. Ένιωθε να μην μπορεί να συγκρατήσει τον κορμί της και αυτό να πάλετε. Ένιωθε τον λαιμό της να στεγνώνει.
Τότε ένιωσε τα καυτά του χείλη να ακουμπούν τα δικά της. Άνοιξε ελάχιστα το στόμα της ασυναίσθητα και πέρασε την γλώσσα της πάνω από τα χείλη του. Τον είχε γευτεί. Η γεύση του ήταν μεθυστική, την έκανε να χάσει κάθε αίσθηση χρόνου και χώρου. Ένιωθε να αιωρείται να υπάρχει τίποτα γύρω της και να την κρατάει μόνο η επαφή των χειλιών της με το Βίκτορα. Άρχισε να τον φιλάει πιο έντονα σαν να φοβάται ότι αν σταμάταγε θα χανόταν, θα έπεφτε στο κενό. Ένιωθε την ανάσα της να τελειώνει αλλά να μην μπορεί να σταματήσει. Δεν σταματούσε συνέχιζε, δεν ήθελε να τελειώσει.
Ξαφνικά σταμάτησε. Έχασε τα χείλη του. «Μην σταματάς» κατάφερε να πει με κομμένη ανάσα η Άννα αλλά δεν πήρε απάντηση. Γυρνούσε δεξιά και αριστερά το κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να τον δει. Σήκωσε τα χέρια της προσπαθώντας να τον ακουμπήσει, να τον νιώσει. Άρχισε να νιώθει φόβο. Άρχισε να νιώθει μόνη. Ένιωθε ένα κρύο ρεύμα να την τυλίγει, ίδιο με αυτό που νιώθεις όταν φεύγεις από την αγκαλιά που έχεις τυλιχτεί. «Μα που είσαι;» φώναξε με τρεμάμενη φωνή η Άννα.
«Βίκτωρ» είπε μια φωνή που έκρυβε φόβο, παράπονο, που αποζητούσε παρηγοριά.
Η Άννα δεν ένιωθε καμία αντίδραση και έκανε την κίνηση να βγάλει το μαντήλι από τα μάτια της. Τότε ένιωσε ξαφνικά τα χέρια του Βίκτορα να την τυλίγουν αποτρέποντάς την να το βγάλει και να της ψιθυρίζει στο αυτι «αυτό που ένιωθες τώρα, αυτή τη μοναξιά και αυτό το κενό, αυτή την αναζήτηση ένιωθα και εγώ εδώ και πάρα πολύ καιρό από τότε που έχασα την όρασή μου. Από την στιγμή όμως που σε γνώρισα και σε άκουσα, μύρισα το άρωμα σου, νιώθω αυτό που νιώθεις εσύ τώρα που σε έχω αγκαλιά».
Ο Βίκτορας έσφιξε στην αγκαλιά του την Άννα και άρχισε να την φυλάει σαν να την φύλαγε για πρώτη φορά. Η Άννα είχε παραδοθεί πλέον στα χέρια του. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε πλέον να φέρει καμία αντίσταση. Απλά απολάμβανε όλα αυτά τα πρωτόγνωρα για αυτή σε ένταση και υφή συναισθήματα.
Η Άννα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πόσος χρόνος είχε περάσει, η ένταση όμως την έκανε να νιώθει ότι ήταν ώρες, πολύ εύκολα όμως θα μπορούσαν να ήταν και δευτερόλεπτα. Ένιωθε τα χείλη της να καίνε, και μια γλυκιά γεύση να πλημμυρίζει το στόμα της και να κατεβαίνει να απλώνεται στο στήθος, σε όλο της το σώμα. Δεν ήξερα πόσο κράτησε αλλά αυτό δεν είχε σημασία, τα συναισθήματα που γεννούσε ήταν άχρονα.
«Θα πρέπει να φύγω τώρα» είπε χαμηλόφωνα ο Βίκτορας σαν να μην ήθελε να χαλάσει την ατμόσφαιρα και και με μια απαλή κίνηση τράβηξε το μαντήλι του από τα μάτια της Άννας.
Η Άννα ανοιγόκλεισε βιαστικά τα μάτια της προσπαθόντας με αυτόν τον τρόπο να τα επαναφέρει σε λειτουργία. Μόλις τα μάτια της άρχισαν να ξεθολώνουν το πρόσωπο του Βίκτορα άρχισε να εμφανίζεται καθαρά μπροστά της. Σήκωσε τα χέρια της και τον έπιασε απαλά σαν να φοβόταν μήπως σπάει, έγειρε μπροστά και τον φίλησε.
«Δεν θέλω να φύγεις ακόμα σε παρακαλώ» του ζήτησε με την φωνή της να προδίδει πόσο πολύ τον ήθελε εκεί δίπλα της.
«Θα τα πούμε ξανά αύριο γλυκιά μου» της απάντησε ο Βίκτορας και σηκώθηκε όρθιος.
Η Άννα ένιωθε ανίκανη να αντιδράσει. Σηκώθηκε μαζί του και κρατώντας το χέρι του τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα.
«Καληνύχτα αγάπη μου» ψιθύρισε ο Βίκτορας στο αυτί της Άννας κάνοντάς την να ανατριχιάσει και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι κρατώντας στο δεξί του χέρι την Άριελ.
Η Άννα παρέμεινε εκεί να τον παρακολουθεί να χάνετε στο βάθος του σκοταδιού και να γίνεται ένα με το σκοτάδι. Εκείνη φοβόταν το σκοτάδι, εκείνος όμως ζούσε στο σκοτάδι.

12

Από εκείνο το βράδυ, κάθε πρωί η Άννα ξύπναγε με τον Βίκτορα στην σκέψη της και μια έντονη ανυπομονησία να φτάσει το βράδυ όπου Βίκτορας θα την επισκεπτόταν ξανά. Για τις επόμενες πέντε μέρες, στις εννιά ακριβώς, ο Βίκτωρ κτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας της Άννας. Αφού έτρωγαν το φαγητό που είχε φτιάξει η Άννα και το οποίο πάντα ήταν κάποια συνταγή που περιείχε κρέας, έπαιρναν ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, χαμήλωναν τα φώτα, έβαζαν απαλή μουσική και συζητούσαν.
Η ατμόσφαιρα πάντα ήταν άκρως ερωτική, ιδιαιτέρως ρομαντική με τον Βίκτορα να κρατάει πάντα την σωστή απόσταση. Μέσα από την συζήτηση προσπαθούσαν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον καλύτερα, να μάθουν κάτι περισσότερο. Η Άννα συνειδητοποιούσε σιγά σιγά ότι είχε αρχίσει να νιώθει ιδιαίτερα συναισθήματα για τον Βίκτορα και αυτό ήταν εκτός των σχεδίων της γιατί ο Βίκτορας δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Η Άννα ένιωθε σαν κάποιος να είχε διαβάσει τα όνειρά της και να τα έκανε πραγματικότητα βάζοντας στην ζωή της τον Βίκτορα. Παρόλα αυτά με αρκετή αυτοσυγκράτηση κατάφερνε να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά της αυτά και να παραμείνει συνεπής στο σχέδιό της.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα ο Βίκτορας ακριβώς στις εννιά χτύπησε το κουδούνι. Η Άννα έτρεξε βιαστικά να του ανοίξει. Εκείνο το βράδυ η Άννα ένιωθε πολύ χαρούμενη καθώς σε λίγες ώρες το σχέδιό της θα ολοκληρωνόταν, από την άλλη όμως κάπου βαθιά μέσα της ένιωθε κάτι να την στεναχωρεί κάτι που την έκανε να νιώθει άσχημα.
Πολλές φορές αυτές τις τελευταίες ημέρες ζούσε νοερά έναν εφιάλτη. Ζούσε την πάλη του λευκού και του μαύρου αγγέλου. Ο ένας την έφερνε στην λογική και την έπειθε να τελειώσει το σχέδιο της τώρα που φτάνει στο τέλος, ενώ ο άλλος την δελέαζε με τα συναισθήματά της για τον Βίκτορα και την παρότρυνε να του εξομολογηθεί τα πάντα.
Η Άννα άνοιξε την πόρτα και έμεινε εκεί να κοιτάει τον Βίκτορα. Δεν κινιόταν, δεν μίλαγε. Το ήρεμο και τόσο γαλήνιο πρόσωπο του Βίκτορα την ακινητοποιούσε, την έκανε να παραλύει. Το άγγιγμα των χεριών του Βίκτορα που έψαχναν απαλά και καθόλου αδέξια τα δικά της την έκαναν να νιώσει ένα ρίγος σε όλο το σώμα της. Δεν μπορούσε να αντιδράσει...απλά έκλεισε τα μάτια της και το επόμενο που ένιωσε ήταν τα χείλη του Βίκτορα να ακουμπούν τα δικά της...Ήταν τόσο δροσερά...είχαν την τέλεια γεύση...ένιωσε ακριβώς όπως νιώθει ο διψασμένος το καλοκαίρι την στιγμή που φέρνει ένα ποτήρι παγωμένο νερό στα χείλη...σαν την πρώτη γουλιά. Και όμως το συναίσθημα αυτό δεν έφευγε...δεν «ξεδιψούσε»...ήθελε και άλλο.
«Τι ωραίο μου έχεις ετοιμάσει σήμερα Άννα μου» ακούστηκε η σιγανή φωνή του Βίκτορα να σπάει την ησυχία και να επαναφέρει την Άννα στην πραγματικότητα.
«Πάμε αγάπη μου και θα δεις» του αποκρίθηκε η Άννα και κρατώντας τον από το χέρι και οδηγώντας τον στο τραπέζι.
Με την τελευταία μπουκιά του Βίκτορα η Άννα ένιωσε ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω της και μια απέραντη χαλάρωση να την κυριεύει.
«Ξεμπέρδεψα με την χοντρή επιτέλους» σκέφτηκε η Άννα «τελικά ήταν πολύ πιο εύκολο από όσο περίμενα και όλα ήρθαν τόσο βολικά. Ο Βίκτωρ δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα. Τελικά ή το κρέας ήταν πολύ νόστιμο ή εγώ είμαι τέλεια μαγείρισσα».
«Άννα μου είσαι τέλεια μαγείρισσα. Το σημερινό πιάτο ήταν το πιο νόστιμο που μου έχεις φτιάξει από όλα» ακούστηκε να λέει ο Βίκτορας διαλύοντας τις σκέψεις της Άννας.
«Πάμε μέσα να πιούμε το κρασάκι μας» της πρότεινε ο Βίκτορας και καθώς σηκώθηκε να πάει προς τα μέσα άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Η Άννα σαν να είχε σηκωθεί από λήθαργο έπιασε εντελώς μηχανικά το χέρι του και τον ακολούθησε.
Κάθισαν κάτω απέναντι από το τζάκι πάνω στις μαξιλάρες και η Άννα έγειρε στην αγκαλιά του. Ο Βίκτορας ήπιε μια μεγάλη γουλιά κόκκινο κρασί. Άρχισε να χαϊδεύει την Άννα απαλά στα χέρια και στον λαιμό.
Η Άννα ένιωθε τις άκρες των δακτύλων του να την ακουμπούν ελαφρά, να την χαϊδεύουν και να τις προκαλούν ρίγη. Ο Βίκτορας πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά της, πίεσε με τις άκρες των δαχτύλων του απαλά το κεφάλι της σαν να της κάνει μασάζ κάνοντάς την να χαλαρώσει. Η Άννα αφέθηκε στα χάδια του. Ο Βίκτωρ το καταλάβαινε από την ανάσα της, το καταλάβαινε από την ζέστη του δέρματός της, το ένιωθε στην αντίδραση του σώματός της σε κάθε του άγγιγμα. Η Άννα είχε κλείσει τα μάτια και απλά απολάμβανε. Δεν είχε νιώσει ξανά τόσο χαλαρή και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να το χαλάσει.
Ο Βίκτωρ συνέχισε να χαϊδεύει την Άννα σε κάθε σημείο του σώματός της και σκύβοντας ακούμπησε τα χείλη του στο πλάι του λαιμού της λίγο κάτω από το αυτί της. Ένας μικρός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αναστεναγμός ξέφυγε από το στόμα της Άννας δημιουργώντας στον Βίκτορα την διάθεση να μεγαλώσει την ένταση του αναστεναγμού πολύ περισσότερο. Χωρίς να σταματήσει την επαφή των χειλιών του με το δέρμα της συνέχισε να την φιλάει στον λαιμό. Άνοιξε λίγο το στόμα του και άφησε την γλώσσα του να γευτεί το απαλό της δέρμα. Η Άννα χωρίς να το συνειδητοποιήσει τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω ώστε να δώσει χώρο στον Βίκτορα να περιπλανηθεί με τα χείλη του στο λαιμό της. Ο Βίκτορας παρασυρμένος από την γεύση της Άννας και την τέλεια μυρωδιά της συνέχισε να την φιλάει, χαμηλά στο αυτί της, πίσω από το αυτί της....ακουμπώντας απαλά με την άκρη της μύτης του κινήθηκε κατά μήκος στο μάγουλό της νιώθοντας να τον κυριεύει το άρωμα της.
Φτάνοντας στο στόμα της το ένιωσε να ανοίγει ελαφρά, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της, η γλώσσα του εξερεύνησε τα χείλη της και σταμάτησε όταν ένιωσε την άκρη της γλώσσα της. Οι ανάσες τους είχαν γίνει ένα ενώ ο χρόνος έμοιαζε να κινείται σε κάποια άλλη διάσταση από αυτή που βρισκόταν εκείνη την στιγμή ο Βίκτορας και η Άννα. Κάθε άγγιγμα έμοιαζε αιώνιο. Η γεύση και η μυρωδιά φάνταζαν εξωπραγματικά έντονες κάνοντας κάθε νεύρο του σώματός τους να αντιδρά. Ήταν σαν να έπλεαν οι δυο τους στο απόλυτο κενό, να αιωρούνται και να σφίγγει ο ένας τον άλλον στην αγκαλιά του να μην τον χάσει. Συνέχιζαν να φιλιούνται και να παίρνει ο ένας την ανάσα του άλλου καθώς το φιλί γινόταν όλο και πιο έντονο.
Ο Βίκτορας ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο της Άννας άρχισε να χαϊδεύει το γυμνό της κορμί. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό. Έσκυψε και άρχισε να την φιλάει ανάμεσα στο στήθος χωρίς να μετακινήσει το σουτιέν της, άφησε την γλώσσα του να την γευτεί και την μυρωδιά της να τον παρασύρει. Προχώρησε και άρχισε να την φιλά στην κοιλιά ενώ το χέρι του χάιδευε απαλά το στήθος της. Η Άννα ανήμπορη να αντιδράσει ένιωσε να παραλύει και τον κορμί της να γέρνει προς τα πίσω δίνοντας περισσότερη άνεση στα φιλιά του Βίκτορα. Ένιωσε να την γδύνει...ήταν όλα σαν μαγικό άγγιγμα. Ένιωθε τα ρούχα να φεύγουν από πάνω της σαν ένα απαλό χάδι. Η Άννα δεν τολμούσε να ανοίξει τα ματιά φοβούμενη μήπως ξυπνήσει από αυτό το όνειρο που ζούσε. Όταν ένιωσε ένα ελαφρά δροσερό ρεύμα αέρα να την κάνει να ανατριχιάζει κατάλαβε πως ήταν τελείως γυμνή. Σε κάθε άγγιγμα των χειλιών και της γλώσσας του Βίκτορα ένιωθε κάθε χιλιοστό του σώματός της να δονείται, ένιωθε να την κυριεύει ένα ρίγος, ένιωθε να θέλει να φωνάξει δυνατά, ένιωθε να θέλει να κλάψει, ένιωθε να τρέμει ολόκληρη ανήμπορη να αντιδράσει. Ήταν παραδομένη στα χείλη του και στο άγγιγμά του.
Δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Η πίεση από το βάρος του Βίκτορα πάνω της και η επαφή του γυμνού της κορμιού με το δικό του την έκαναν να βγάλει έναν μικρό αναστεναγμό. Είχαν γίνει ένα....ένιωθε ένα με τον Βίκτορα. Το κορμί της έτρεμε ασταμάτητα στην αγκαλιά του. Άρχισε να νιώθει έντονη ζέστη καθώς ο Βίκτορας κινιόταν αργά πάνω της. Η ανάσα της άρχισε να βαραίνει, να δυσκολεύει. Έσφιξε τον Βίκτορα επάνω της σαν να προσπαθούσε να νιώσει περισσότερο από το γυμνό του σώμα επάνω της. Ένιωθε να χάνει την ανάσα της αλλά δεν ήθελε να σταματήσει. Έπιασε το πρόσωπο του Βίκτορα και άρχισε να τον φιλάει με πάθος στο στόμα σαν να προσπαθούσε να ανακτήσει την χαμένη της ανάσας από αυτόν.
Η Άννα δεν άντεχε άλλο, τον δάγκωνε στα χείλη, στο στήθος ψάχνοντας να βρει μια ανάσα μια εκτόνωση, να ηρεμήσει από αυτό που την έκανε να τρέμει σε κάθε εκατοστό του σώματός της. Άρχισε να χάνει συναίσθηση του τι γίνεται, για την Άννα δεν υπήρχε χρόνος ή χώρος πια, ζούσε απλά σε ένα νεφέλωμα συναισθημάτων όταν ένιωσε τον Βίκτορα να την σφίγγει έντονα πάνω του. Τον άκουσε να χάνει και αυτός την ανάσα του και με έναν αναστεναγμό στο αυτί της να ψιθυρίζει με όση δύναμη του είχε μείνει το όνομά της. Ένιωσε μια ζέστη να ξεκινάει από το εσωτερικό των μοιρών της να την γεμίζει, να απλώνεται αστραπιαία σε όλο της το κορμί. Άνοιξε το στόμα της και ένιωσε την ένταση με την οποία ελευθερώθηκε η ανάσα της. Λαχανιασμένη ρουφούσε τον αέρα δυνατά σαν να ανάπνεε για πρώτη φορά ενώ ένιωθε το κορμί της πλέον να αντιδρά ανεξέλεγκτα υπό την επήρεια μια έντονης ηδονής.
Εξουθενωμένος πλέον ο Βίκτορας ξάπλωσε πάνω στο μάλλινο χαλί που ήταν στρωμένο μπροστά στο τζάκι ενώ άφησε την Άννα να ακουμπήσει το κεφάλι της επάνω στο στήθος του. Ο χρόνος δεν είχε πια νόημα για κανέναν τους, τα λόγια απλά έμοιαζαν ελάχιστα στο να περιγράψουν αυτό που ένιωθαν. Έτσι έμειναν απλά να ακουμπούν τα γυμνά κορμιά τους το ένα το άλλο λες και αν σταμάταγε η επαφή όλη η μαγεία που ζούσαν να εξαφανιζόταν. Έτσι κάθονταν εκεί μέχρι που τους πήρε ο ύπνος.
Η Άννα πετάχτηκε μέσα στον ύπνο της νιώθοντας έναν κόμπο στο στήθος να την σφίγγει υπερβολικά. Χωρίς να καταλάβει πως, ο κόμπος «λύθηκε» και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα της καυτά κάλυπταν το πρόσωπό της, τα χέρια της. Ένιωθε τρομερές τύψεις για αυτό που είχε κάνει στον Βίκτορα... «Τον αγαπάω πραγματικά» σκέφτηκε μέσα στους λυγμούς της η Άννα «αυτός μου πρόσφερε την καλύτερη εμπειρία της ζωής μου. Μου ξύπνησε συναισθήματα που κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει. Και εγώ...εγώ απλά τον χρησιμοποίησα για να καλύψω τις πράξεις μου». Με τις σκέψεις αυτές το κλάμα έγινε πιο έντονο σαν μια προσπάθεια εξαγνισμού. Όταν κατάφερε να ηρεμίσει η Άννα συνειδητοποίησε ότι ενώ είχε αποκοιμηθεί πάνω στον Βίκτορα στο σαλόνι τώρα βρισκόταν ξαπλωμένη μόνη της γυμνή στο κρεβάτι της. Κοίταξε το ρολόι δίπλα της και ήταν μόλις μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, δεν κοιμόταν ούτε μία ώρα. Φόρεσε μια φόρμα που είχε κρεμασμένη στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της και σηκώθηκε να ψάξει να βρει τον Βίκτορα.
Ενώ γύρισε όλο το σπίτι δεν τον βρήκε πουθενά.

«Σίγουρα θα έχει πάει στο σπίτι του» σκέφτηκε η Άννα αφού δεν τον έβρισκε πουθενά.
«Δεν πρόκειται να περιμένω μέχρι το πρωί. Θα πάω τώρα σπίτι του να τον βρω και θα του τα πω όλα. Θα του πω ότι τον χρησιμοποίησα για να εξαφανίσω την Κατερίνα δίνοντάς του να τρώει το κρέας της αλλά θα του εξηγήσω και πόσο πολύ τον αγαπάω. Θα του πω πόσα σημαίνει για μένα και πόσο έχω μετανιώσει που τον χρησιμοποίησα.» σκέφτηκε η Άννα καθώς έβαζε βιαστικά το παλτό της.
«Είμαι σίγουρη ότι αν με αγαπάει θα με συγχωρέσει» ήταν η τελευταία σκέψη της καθώς έκλεινε την πόρτα του σπιτιού της πίσω της.

13

Η Άννα ήταν έτοιμη να χτυπήσει τη πόρτα του Βίκτορα πιάνοντας όμως το χερούλι η πόρτα υποχώρησε και άνοιξε. Η Άννα τρομάζοντας από το εντελώς απροσδόκητο άνοιγμα της πόρτας, ανακλαστικά άφησε το χερούλι και τράβηξε απότομα το χέρι της πίσω σαν να την χτύπησε ρεύμα, ενώ η πόρτα με την κίνηση αυτή άνοιξε εντελώς προς τα μέσα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα καθόταν η Άννα εκεί παγωμένη κοιτώντας μέσα στο σκοτεινό σπίτι. Από το φως του δρόμου φωτιζόταν κάπως η είσοδος και τα πρώτα δύο μέτρα του διαδρόμου ενώ μετά υπήρχε απόλυτο σκοτάδι.
Η Άννα έκανε δύο βήματα και βρέθηκε μέσα κλείνοντας πίσω της την μεγάλη εξώπορτα. Παρόλο που ήταν στο σπίτι του αγαπημένου της ένιωθε μια αμηχανία και ένα φόβο να την κυριεύει.
Παρέμεινε στην θέση της για λίγο μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν το σκοτάδι. Σε λίγο άρχισε να διακρίνει σκιές και να προσανατολίζεται στο χώρο. Τώρα μπορούσε να δει στο τέλος του διαδρόμου το δωμάτιο όπου είχε πρωτοσυναντήσει τον Βίκτορα το οποίο φωτιζόταν ελαφρά από το φως του δρόμου που πέρναγε μέσα από τις κουρτίνες από εκείνο το μεγάλο παράθυρο.
Αυτή ήταν μόλις η δεύτερη φορά που έμπαινε στο σπίτι του Βίκτορα.
Με τα χέρια της ελαφρά προτεταμένα μπροστά ώστε να αναγνωρίσει τυχόν εμπόδιο που κρύβεται στα σκοτάδια προχώρησε ψηλαφώντας τους τοίχους προς το δωμάτιο μπροστά της. Στο σπίτι επικρατούσε τρομερή ησυχία σαν μην υπήρχε ψυχή.
«Καλά ο Βίκτορας μπορεί να κοιμάται και να μην έχει ακούσει κάτι, αλλά η Άριελ κάτι έπρεπε να έχει ακούσει» σκέφτηκε η Άννα συνειδητοποιώντας την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε.
Μέσα στο δωμάτιο μπορούσε να δει λίγο καλύτερα καθώς το μεγάλο παράθυρο άφηνε το φως του δρόμου να μπαίνει μέσα και να περιγράφει τα έπιπλα σε διάφορους τόνους του γκρι. Η Άννα άφησε την ματιά της να πλανηθεί μέσα στο δωμάτιο προσπαθώντας συγχρόνως να φανταστεί που θα μπορούσε να είναι το δωμάτιο του Βίκτορα. Καθώς προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στις σκιές μια πόρτα που θα την οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο θυμήθηκε την πόρτα που ήταν ένα με τον τοίχο στην αριστερή πλευρά του δωματίου καθώς έμπαινε.
Γύρισε προς τα αριστερά και ακουμπώντας στον τοίχο δίπλα της για να προχωράει στην ευθεία, έφτασε στον τοίχο όπου είχε δεί εκείνη την πόρτα. Το σημείο του δωματίου αυτό ήταν αρκετά πιο σκοτεινό από το υπόλοιπο καθώς βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά από αυτή που βρισκόταν το παράθυρο και σε μεγάλη απόσταση από αυτό. Απλώνοντας και τα δύο της χέρια άρχιζε να ψάχνει την πόρτα που είχε δει. Η ξύλινη επένδυση του τοίχου ήταν λεία και σε συνδυασμό με την ζεστή θερμοκρασία του ξύλου πρόσδιδε μια πολύ ωραία αίσθηση στην αφή καθώς το χέρι της γλιστρούσε επάνω της.
Με το χέρι της ψηλάφιζε περίπου στο ύψος του στήθους της όταν ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος σαν κάτι να ξεκούμπωσε και ένιωσε τον τοίχο να υποχωρεί λίγο. Η Άννα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και τότε είδε να διαγράφεται στο τοίχο ένα πορτοκαλί ανάποδο γάμα από το φως που είχε το δωμάτιο πίσω από την πόρτα και καθώς αυτό φώτιζε το περίγραμμα της ανοιχτής πόρτας.
Η Άννα ξαφνιάστηκε καθώς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ότι υπήρχε φως στο σπίτι. Έσπρωξε με το αριστερό της χέρι την πόρτα και αυτή άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο δωμάτιο περίπου ίδιο στο μέγεθος με αυτό που βρισκόταν τώρα η Άννα. Έκανε δύο βήματα μπροστά και μπήκε μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο. Το φως δεν ήταν εκτυφλωτικό ήταν τέτοια η έντασή του που δεν χρειάστηκε να το συνηθίσουν τα μάτια της μετά το σκοτάδι. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε κάποιο παράθυρο ενώ όλοι οι τοίχοι γύρω γύρω από κάτω μέχρι επάνω ήταν ντυμένοι με ράφια και βιβλία. Η μυρωδιά του παλιού επεξεργασμένου δέρματος και του χαρτιού από τα βιβλία ήταν τόσο έντονη. Πρέπει να ήταν χιλιάδες τα βιβλία φτιάχνοντας ένα πρωτότυπο παζλ με τα διάφορα χρώματά τους και μεγέθη τους. Η Άννα είχε μείνει έκπληκτη. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ ξανά σε σπίτι τόσο μεγάλη συλλογή βιβλίων.
Στην μέση ακριβώς του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο από ξύλο τριανταφυλλιάς. Το κάθε πόδι είχε σκαλισμένο μια διαφορετική φιγούρα κάτι σαν νύμφη ντυμένη με ένα αραχνοΰφαντο πέπλο που ύψωνε τα χέρια και κρατούσε το τραπέζι. Η πλάκα του τραπεζιού ήταν επενδυμένη με ένα μαύρο δέρμα τόσο μαλακό και απαλό που έκανε την Άννα στο άγγιγμά του να ανατριχιάσει καθώς έμοιαζε σαν ζωντανό.
Πάνω στο τραπέζι ήταν κλειστό ένα αρκετά μεγάλο βιβλίο με μια τέλεια δερμάτινη επένδυση σε έντονα σκούρο καφέ χρώμα ραμμένο με μια καφεκίτρινη κλωστή στις άκρες για να προστατεύεται από την φθορά. Η Άννα προχώρησε από την άλλη πλευρά του τραπεζιού όπου ήταν και η καρέκλα για να μπορέσει να διαβάσει τον τίτλο του βιβλίου. Ακούμπησε το χέρι της επάνω στα γράμματα τα οποία ήταν σαν να είχαν σκαφτεί επάνω στο χοντρό δέρμα του εξώφυλλου. Παρατηρώντας καλύτερα και ψηλαφώντας τα γράμματα, η Άννα συνειδητοποίησε ότι αυτός που είχε φτιάξει το βιβλίο είχε κάψει με κάτι αιχμηρό το δέρμα σχηματίζοντας τα γράμματα, ενώ μετά τα είχε βάψει με κάποιο κόκκινο υγρό αφήνοντας ένα μαύρο περίγραμμα που φανέρωνε το κάψιμο.
Η Άννα διάβασε τον τίτλο

Resurrectio
Mors mortis ferratilis
Ήταν λατινικά. Πρώτη φορά ένιωσε τυχερή που είχε κάνει λατινικά στο σχολείο.
Η αναγέννηση

Θάνατος καταραμένος.
«Μα τι στο καλό είναι αυτό;» σκέφτηκε η Άννα και περιεργάσθηκε το βιβλίο εξωτερικά για να βρει τον συγγραφέα.
Δεν ήξερε αν ήταν η περιέργεια της για το περιεχόμενο του βιβλίου ή το ότι διαβάζοντας τα βιβλία του Βίκτορα θα μάθαινε κάτι για αυτόν. Χωρίς δισταγμό και χωρίς να το σκεφτεί το βιβλίο άνοιξε μπροστά της και αυτή χάθηκε στις σελίδες του διαβάζοντάς το.

14

«Τη νύχτα όπου η έβδομη σελήνη φώτισε με το παγωμένο της φως την έβδομη μέρα του έβδομου μήνα σήμανε την αρχή. Ήταν η νύχτα όπου ο πατέρας όλων μας, ο πατριάρχης Βιλχόρ, ξύπνησε από τον αιώνιο ύπνο του.
Ξύπνησε όταν το αίμα της δεκαεφτάχρονης Άριελ ζέστανε την καρδιά του και έδωσε πνοή στο άψυχο κορμί του. Το αμόλυντο και αγνό αίμα της Άριελ το οποίο χύθηκε όταν η ερωμένη της Εσθήρ με το ιερό μαχαίρι έκοψε τον λαιμό της, πάνω από την οικία του πατριάρχη Βιλχόρ όπου αναπαυόταν σε έναν αέναο ύπνο περιμένοντας την αναγέννηση....»
«...Η Εσθήρ ήταν η πιο όμορφη των θνητών του γνωστού τότε κόσμου. Τα κατάμαυρα μαλλιά της και τα απόκοσμα καταπράσινα πράσινα μάτια της, καθώς και το ότι ήταν ορφανή από γονείς από τριών ετών, έκανε τους θνητούς να φτιάχνουν ιστορίες πως αυτή ήταν παιδί των νυμφών της λίμνης. Η Εσθήρ ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας θνητών με τεράστια περιουσία, απέκτησε εξαιρετική μόρφωση και αριστοκρατική καλλιέργεια. Από τα παιδικά της χρόνια η μοναδική της συντροφιά ήταν η κατά τέσσερα χρόνια μικρότερή της Άριελ, η μονάκριβη κόρη της οικονόμου της. Ο έρωτας ανάμεσα στα δύο κορίτσια ήρθε σαν φυσιολογικό επακόλουθο των έντονων συναισθημάτων που έτρεφε η μια για την άλλη και ήταν αυτός ο οποίος οδήγησε το χέρι της Εσθήρ να τερματίσει την ζωή της Άριελ σε μια προσπάθειά της να της δώσει αιωνιότητα ακολουθώντας τις οδηγίες του βιβλίου των μυστηρίων..»
«...Εφτά ημέρες μετά από εκείνο το βράδυ, όταν πλέον είχε ολοκληρωθεί η αναγέννηση του πατριάρχη Βιλχόρ, εκείνος πλησίασε την Εσθήρ επισκεπτόμενος το σπίτι της. Η Εσθήρ από την πρώτη στιγμή γοητεύτηκε από τους ευγενικούς του τρόπους, την πνευματικότητά του και την απαράμιλλη ομορφιά του. Ενώ η συντροφικότητά του της πρόσφερε την ζεστασιά που της είχε στερήσει ο θάνατος της αγαπημένη της. Η Εσθήρ δεν άργησε να ερωτευθεί τον Βιλχόρ και το δέκατο έβδομο βράδυ από την αναγέννησή του, αυτή έγινε η μητέρα του πρώτου του γιου του Ρασέλ...Εφτά χρόνια μετά απέκτησε και ένα δεύτερο γιό τον Ενίλ...»
«...Ο πατριάρχης Βιλχόρ πλέον έχοντας αποκτήσει τους διαδόχους του και οι οποίοι θα ενστερνίζονταν την ευθύνη να διαιωνίσουν την φατρία των Βιλχόρ, αφιερώθηκε στο να καταγράψει τους ιερούς κανόνες και νόμους της φατρίας...»
«...Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, όλοι οι γόνοι της φατρίας των Βιλχόρ θα πρέπει να είναι «καθαροί» και ως τέτοιοι λογίζονται μόνο όσοι έχουν γεννηθεί από «μητέρα» και όχι από «πατέρα»...»
«...Σαν «μητέρα» λογίζεται οποιαδήποτε θνητή γυναίκα γονιμοποιηθεί από έναν γόνο της φατρίας των Βιλχόρ...»
«...Η «μητέρα» επιλέγεται από τον γόνο και θα πρέπει να είναι αντίστοιχης ομορφιάς και πνευματικότητας σύμφωνα με τα πρότυπα της «μητέρας» Εσθήρ και όπως αυτή περιγράφεται στο βιβλίο των προγόνων...»
«...Η επιλογή της «μητέρας» των διαδόχων ενός γόνου, γίνεται από τον γόνο της φατρίας των Βιλχόρ όταν αυτή βρίσκεται ακόμα σε νεαρή ηλικία και τελεί εν παρθενία. Ο γόνος από την στιγμή της επιλογής της «μητέρας», επηρεάζει τηλεπαθητικά αυτή και ορίζει την σεξουαλική της δραστηριότητα αποκλειστικά ομοφυλοφιλική. Ως ερωμένη της ορίζεται πάντα η «μητέρα» του γόνου του οποίου τον ή τους διαδόχους θα κυοφορήσει...»
«...Και οι δύο «μητέρες» θα ζουν μαζί μέχρι ως ότου η μέλλουσα «μητέρα» είναι έτοιμη να τεκνοποίηση και να εκπληρώσει τα «μητρικά» της καθήκοντα, πνευματικά, ψυχικά αλλά και σωματικά στον διάδοχο του γόνου. Η νέα «μητέρα», υπό τηλεπαθητικό έλεγχο από τον γόνο, θα προσφέρει στον γόνο το αίμα της «μητέρας» του όπως ακριβώς η Εσθήρ πότισε των πατριάρχη Βιλχόρ με το αίμα της Άριελ, πριν αυτός την κάνει «μητέρα» των διαδόχων του…»
«...Όλες οι «μητέρες» πρέπει να βρίσκονται υπό τον πλήρη πνευματικό έλεγχο του γόνου. Ο γόνος φέρει την ευθύνη να ελέγχει τις «μητέρες» πλήρως ώστε αυτές να μην έχουν επίγνωση ή συνείδηση όλων όσων πράττουν. Οι «μητέρες» θα αποκτούν πλήρη επίγνωση και συνείδηση παρά μόνο στο τέλος της ζωής τους καθώς τότε θα υπάρχει η πλήρη απελευθέρωση του πνεύματός τους…»
«...Καμία θνητή γυναίκα, λόγω της έμμηνος ρήσης, δεν θα μπορέσει να γίνει ποτέ μια Βιλχόρ. Όσες δε θνητές, προορίζονται για «μητέρες» ή είναι «μητέρες» θα πρέπει να βρίσκονται πάντα υπό την τηλεπαθητική επιρροή του συνειδητού τους από τον γόνο...»
«...Οι θνητές γυναίκες που δεν προορίζονται για «μητέρες», θα επιτρέπεται η ύπαρξή τους καθώς διαδραματίζουν βασικό ρόλο για την διαιώνιση του ανθρώπινου είδους, καθώς αυτό είναι αναγκαίο για την δημιουργία «μητέρων» και τροφής για τους γόνους της φατρίας των Βιλχόρ...»
«...Οι γόνοι της φατρίας των Βιλχόρ δεν θα πρέπει ποτέ να χρησιμοποιήσουν θνητή γυναίκα για τροφή. Τροφή τους παρέχουν μόνο οι θνητοί άντρες, οι οποίοι και θα πρέπει να φονεύονται αφού χρησιμοποιηθούν. Σε περίπτωση που κάποιος γόνος δεν θανατώσει τον θνητό που χρησιμοποίησε για τροφή, αυτός γίνεται «πατέρας» καθώς ο θνητός αποκτά τις ιδιότητες της αφθαρσίας και της τηλεπαθητικής επιβολής χωρίς όμως να χάσει την ανθρώπινη συνείδησή του...»
«...Ακριβώς σε αυτό οφείλεται και η δημιουργία της φατρίας των Ουμάν που προέκυψαν από το ολέθριο λάθος του γόνου Ζέσιου εφτακόσια εβδομήντα εφτά χρόνια μετά την αναγέννηση του πατριάρχη Βιλχόρ. Ζέσιος ο οποίος παρασυρμένος από την «δίψα» του, καταπάτησε έναν από του βασικότερους κανόνες, με αποτέλεσμα να μην θανατώσει τον θνητό Μάντριου και να γίνει «πατέρας» του...»
«...Έκτοτε η φατρία των Βιλχόρ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο κίνδυνο αφανισμού της καθώς ο αιώνιος πόλεμος μεταξύ των δύο φατριών είναι άνισος. Άνισος αφού η φατρία των Ουμάν, καταπατώντας τους κανόνες του πατριάρχη Βιλχόρ, χρησιμοποιούν το ανθρώπινο γένος από την μία για να σβήσουν την «δίψα» τους για τροφή και από την άλλη δίχως να σκοτώνουν την «τροφή» τους για να αυξήσουν τον στρατό τους εναντίον της φατρίας των Βιλχόρ. Εν αντιθέσει με τους γόνους της φατρίας των Βιλχόρ, οι οποίοι ακολουθούν πιστά τους ιερούς κανόνες και με την υψηλή τους διανόηση, καλλιέργεια και πνευματικότητα μόνο αισιοδοξούν να αφανίσουν την μπάσταρδη φατρία των Ουμάν που ζει στην κάτω γή, με κανόνες αγριότητας και νόμους του ισχυρότερου...»
«...Την πορεία των δύο φατριών όμως σκιάζει η προφητεία του ένδοξου γόνου της φατρίας των Βιλχόρ, του Λούρθιου, ο οποίος φέρει τον τιμητικότερο των τίτλων, αυτόν του αρχιερέως, όπως αυτός του αποδόθηκε από το ιερό συμβούλιο της φατρίας για την καταγραφή και δημιουργία του ιερού βιβλίου των νόμων της φατρίας των Βιλχόρ. Η προφητεία του αρχιερέα Λούρθιου αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τούτου και αναφέρει την αρχή του τέλους του πολέμου μεταξύ των δύο φατριών. Η προφητεία ενώ περιγράφει την νίκη της φατρίας των Βιλχόρ ενάντια σε αυτήν των Ουμάν, παραμένει ατελής καθώς ο αρχιερέας Λούρθιος βρήκε τραγικό θάνατο κατά την συγγραφή της προφητείας από τον Γκορκατ αρχιπολεμιστή της φατρίας των Ουμάν ο οποίος κατά παράβαση όλων των κανόνων βεβήλωσε την οικία του Λούρθιου και τον φόνευσε μέσα σε αυτή…»
«…Στην προφητεία δε, αναφέρεται ότι «...όταν η έβδομη σελήνη φωτίσει ξανά την νύχτα της έβδομης μέρας του έβδομου μήνα, τότε θα ξεκινήσει ο εφταετής πόλεμος μεταξύ των Βιλχόρ και των Ουμάν. Στο έβδομο έτος και έβδομη εβδομάδα οι Βιλχόρ θα γιορτάσουν την νίκη τους. Η γιορτή αυτή θα ξυπνήσει την «μητέρα»...»
«Ο πόλεμος τελείωσε»
«εμείς οι Βιλχόρ ακόμα γιορτάζουμε. Κάποιοι όμως έχουμε τον ιερό σκοπό να βρούμε την «μητέρα» για να ολοκληρώσουμε την προφητεία» ακούστηκε η φωνή του Βίκτορ που λες και είχε διαβάσει την σκέψη της Άννας της εξιστόρησε την συνέχεια.
Η Άννα με ύφος παγωμένο και προβληματισμένο από όσα είχε διαβάσει, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει αν ζούσε ένα όνειρο ή μια πραγματικότητα σήκωσε αργά αλλά σταθερά τα καταπράσινα μάτια της και αντίκρισε τον Βίκτορα να στέκει στην είσοδο της βιβλιοθήκης.
Της έμοιαζε σαν ένας ξένος, τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Ο Βίκτωρ φορούσε μια ολόσωμη μαύρη δερμάτινη φόρμα και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα σπαθί…
Αυτός ήταν ο άνθρωπος που πρίν λίγες ώρες έκανε έρωτα μαζί του;














Gstring